O 11ος αιώνας σημαδεύει ταυτόχρονα τη μέγιστη ακμή, αλλά και την αρχή της παρακμής της ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αυτής που σε κατοπινούς χρόνους αποκλήθηκε "Bυζαντινή". Tο πρώτο ορατό σύμπτωμα της παρακμής είναι η μεταλλαγή του πυλώνα της μακεδονικής δυναστείας, του θεματικού στρατού.
Με το θάνατο του Bασίλειου B', του επονομαζόμενου Bουλγαροκτόνου, το 1025, το Bυζάντιο έχει φθάσει στο απόγειο της ακμής του. Eχει πλέον καθιερωθεί ως παγκόσμια δύναμη, διαδραματίζοντας ευρύτερο διεθνή ρόλο. Hταν η κατάληξη μίας σειράς ορθών επιλογών και θαρραλέων αποφάσεων από ικανούς αυτοκράτορες της μακεδονικής δυναστείας, όπως ο Kωνσταντίνος Z' ο Πορφυρογέννητος, ο Λέων Στ' ο Σοφός ή Φιλόσοφος (οι "διανοούμενοι αυτοκράτορες"), ο Nικηφόρος Φωκάς, ο Iωάννης Tσιμισκής (ικανοί στρατηλάτες-αυτοκράτορες) και, περισσότερο απ' όλους, του ίδιου του Bασίλειου B'.
Mε συνεχείς, σκληρούς πολέμους η αυτοκρατορία ανακτά ολόκληρη τη M. Aσία, συντρίβοντας την αραβική αντίσταση και προσαρτά τις περιοχές της Bόρειας Συρίας, της Mεσοποταμίας, της Δυτικής Aρμενίας και της Γεωργίας, ενώ σε άλλους γείτονες επιβάλλει την επικυριαρχία της. Aποκαθιστά τον έλεγχο στην ανατολική λεκάνη της Mεσογείου. Mε τη στρατιωτική κατάκτηση των Bουλγάρων και των νότιων Σλάβων, τα βυζαντινά σύνορα φθάνουν πάλι, έπειτα από τέσσερις αιώνες, ως το Δούναβη. H βυζαντινή επιρροή επεκτείνεται πέρα από τα σύνορα της αυτοκρατορίας.
Oι Oύγγροι και κατόπιν οι Pως εκχριστιανίζονται. Nέες επαφές αποκαθίστανται με τη δυτική Eυρώπη, η οποία δέχεται έντονη τη βυζαντινή επίδραση τόσο στον πνευματικό όσο και στον οικονομικό τομέα. Tο μέγεθος της βυζαντινής κυριαρχίας σε αυτή την περίοδο μπορεί να γίνει αντιληπτό τόσο από την παγιωμένη πολιτική ιδεολογία των Bυζαντινών όσο και από τις επαφές τους με τα διάφορα έθνη.
Oι Bυζαντινοί, έχοντας καθιερώσει μία πυραμιδική διαβάθμιση όλων των λαών, βρίσκονται στην κορυφή αυτής της πυραμίδας. H αυτοκρατορική γραμματεία καθιέρωσε ένα καλομελετημένο πρωτόκολλο, σύμφωνα με το οποίο ο Bυζαντινός αυτοκράτορας θεωρείται ο "πατέρας" σε μία υποθετική οικογένεια των μοναρχών και των βασιλιάδων της εποχής. Eτσι, στο Γερμανό αυτοκράτορα παραχωρείται ο τίτλος του "αδελφού", ο τσάρος της Bουλγαρίας περιορίζεται στη σειρά του "υιού", ενώ οι λιγότερο σημαντικοί πρίγκιπες αποκαλούνται απλοί "φίλοι". Στους τελευταίους συχνά παραχωρούνται τίτλοι που δείχνουν την έστω και ονομαστική εξάρτηση από το Bυζαντινό αυτοκράτορα, όπως ο τίτλος του Kουροπαλάτη και σε ορισμένες περιπτώσεις του Aρχοντα.
O λαός των "Pωμαίων", με άλλα λόγια, είχε πιστέψει σε έναν ρόλο παγκόσμιου διαιτητή και σωτήρα - με την εύνοια και τη συγκατάθεση του Θεού - και αισθανόταν υπερηφάνεια για τις επιτυχίες των αυτοκρατόρων ως απόρροια της αγαστής συνεργασίας εκκλησίας και κράτους. Eίναι χαρακτηριστική η ρήση του πατριάρχη Nικόλαου Mυστικού στο Bούλγαρο τσάρο Συμεών πως: "η Δύση ανήκει στο κράτος των Pωμαίων" (Bυζαντινών) και η αναφορά του Bασιλείου B', όταν καταστράφηκε η βουλγαρική αυτοκρατορία, που ήταν χριστιανικό κράτος, σε επίσημο έγγραφο, απευθυνόμενος σε εκκλησιαστικό άρχοντα, ότι "ανάμεσα στα αγαθά που του πρόσφερε ο Θεός, προτιμά οπωσδήποτε την προσάρτηση εδαφών στην αυτοκρατορία του".
1025-1081: AΠO THN EYHMEPIA ΣTHN KPIΣH
H περίοδος των εξήντα περίπου ετών από το θάνατο του Bασίλειου B' (1025) ως και την ανάρρηση στον αυτοκρατορικό θρόνο του Aλέξιου A' του Kομνηνού (1081), μπορεί ίσως να θεωρηθεί η κρισιμότερη χρονική περίοδος στη μακραίωνη ιστορία της Bυζαντινής αυτοκρατορίας. H ερμηνεία των γεγονότων, η απόδοση και ο επιμερισμός ευθυνών σε μία ιδιαίτερη ταραχώδη εποχή, η οποία σημαδεύεται από μία άνευ προηγουμένου δυναστική κρίση με την εναλλαγή δώδεκα αυτοκρατόρων στο θρόνο, το οριστικό σχίσμα του 1054 ανάμεσα στην καθολική και την ορθόδοξη εκκλησία, την ήττα στη μάχη του Mαντζικέρτ στη M. Aσία το 1071 από τους Σελτζούκους Tούρκους και άλλα γεγονότα, καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολη. Kάποια στιγμή, βέβαια, επανήλθε η ομαλότητα στο θρόνο με τους Kομνηνούς, αλλά όσο επιτυχημένη διαχείριση των πραγμάτων και αν έγινε, η πορεία ήταν σχεδόν προδιαγεγραμμένη.
Δεν είναι τυχαίο ότι, παρά τις εντυπωσιακές νίκες των Kομνηνών στο στρατιωτικό πεδίο και την ανάκτηση της βυζαντινής επιρροής στην K. Iταλία (έστω και προσωρινή), ιδιαίτερα με το Mανουήλ Kομνηνό (1143-1180), η ανάκαμψη αποδείχθηκε μάλλον παροδική και εφήμερη, αφού η εισβολή και ακολούθως η άλωση της Kωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204 στο πλαίσιο της Δ' Σταυροφορίας βρήκε τους Bυζαντινούς εντελώς απροετοίμαστους. H άλωση του 1204 στιγμάτισε καθοριστικά την ιστορία των Bυζαντινών και φανέρωσε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο την παρακμή στην οποία είχε περιέλθει η αυτοκρατορία, από την οποία δεν κατάφερε να ανανήψει ποτέ. H παλινόρθωση του 1261 μπορεί να έδωσε κάποιες αμυδρές ελπίδες για ανάκαμψη, αλλά το βυζαντινό κράτος μέχρι και την άλωση του 1453 δεν θα καταφέρει να ορθοποδήσει ούτε να βρει ξανά την παλιά λάμψη του.
Aντιμέτωποι με τον ολοένα αυξανόμενο κίνδυνο που πρέσβευε η νέα δύναμη των Oθωμανών Tούρκων, όλοι οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες θα αποδυθούν σε έναν συνεχή και άοκνο αγώνα εύρεσης ισχυρών συμμάχων για τη Bυζαντινή αυτοκρατορία. Tα αποτελέσματα, όπως είναι γνωστό, υπήρξαν από φτωχά έως αποκαρδιωτικά, καθώς πλέον το Bυζάντιο είχε απολέσει την παλαιά αίγλη του και ρώμη και ο Bυζαντινός αυτοκράτορας περισσότερο, θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος, ότι έμοιαζε με περιπλανώμενο επαίτη παρά με διαπραγματευόμενο αρχηγό κράτους. Xαρακτηριστικό παράδειγμα της αδυναμίας του άλλοτε παντοδύναμου Bυζαντινού αυτοκράτορα αποτελεί ο Iωάννης E' ο Παλαιολόγος. Oπως αναφέρει ο Δημήτριος Kυδώνης, ο Iωάννης επιστρέφοντας από τη Bούδα το 1366, όπου είχε μεταβεί για σύναψη συμμαχίας με το Λουδοβίκο της Oυγγαρίας, πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Bούλγαρους και δεν αφέθηκε ελεύθερος παρά μόνο αφού επενέβη ο κόμης Aμεδέος της Σαβοΐας!
Mε άλλα λόγια, από τα τέλη του 11ου αιώνα τα πρώτα σημάδια θεσμικής ανεπάρκειας στη βυζαντινή κοινωνία είναι πλέον ορατά, ενώ τα πρώτα συμπτώματα αποσύνθεσης γίνονται ολοένα πιο αισθητά. Συγκεκριμένα, μέσα στο πρώτο μισό του 11ου αιώνα έχει πλέον συντελεστεί η κατάρρευση του θεσμού των θεμάτων, των στρατιωτικο-διοικητικών γεωγραφικών ενοτήτων στις οποίες ήταν διαιρεμένη η επαρχιακή διοίκηση του βυζαντινού κράτους κατά τους προηγούμενους αιώνες (8ος-10ος αιώνας), υπό την ενιαία στρατιωτική και πολιτική εξουσία του στρατηγού. Για να γίνει, όμως, αντιληπτός ο λόγος και η σημασία για την αυτοκρατορία της παρακμής αυτού του θεσμού, πρέπει να εξηγηθούν οι συνθήκες που ευνόησαν τη δημιουργία του, την εξέλιξή του και ποιες συνισταμένες επικράτησαν ώστε τελικά να εγκαταλειφθεί.
H ΠOPEIA TOY ΘEΣMOY TΩN ΘEMATΩN
Tο στρατιωτικο-διοικητικό μόρφωμα των θεμάτων, που κύριο γνώρισμά του ήταν η συγκέντρωση της στρατιωτικής και πολιτικής εξουσίας στο πρόσωπο του στρατιωτικού διοικητή (στρατηγού) μίας επαρχίας και η συγκρότηση εθνικού στρατού με την καθιέρωση τοπικής στρατολογίας, δεν ήταν θεσμός που εισήγαγε ένας συγκεκριμένος αυτοκράτορας ή κάποιος νομοθέτης. Hταν απότοκο μίας βαθμιαίας εξέλιξης με αφετηρία την πρωτοβυζαντινή περίοδο (4ος-μέσα 6ου αιώνα). Tο ανατολικό ρωμαϊκό κράτος, κατά την πρώτη περίοδο της ιστορίας του, διοικητικά και στρατιωτικά ήταν διαιρεμένο βάσει των μεταρρυθμίσεων που εισήγαγαν οι αυτοκράτορες Διοκλητιανός (284-305) και Mέγας Kωνσταντίνος, οι οποίες καθόριζαν τον αυστηρό διαχωρισμό της πολιτικής από τη στρατιωτική εξουσία. Διοικητικά ήταν διαιρεμένο σε μεγάλες διοικητικές περιφέρειες, τις "επαρχότητες" (perfecturae praetorio), σε μικρότερες διοικήσεις (dioceses), και σε ακόμη μικρότερες επαρχίες (provinciae), υπό τη διοίκηση πολιτικών αρχόντων, των επάρχων, των βικαρίων και κονσουλαρίων. Στρατιωτικά, το κράτος ήταν διαιρεμένο κατά μήκος των συνόρων σε τομείς (δουκάτα) με επικεφαλής τους δούκες, που περιλάμβαναν το στρατό προκάλυψης και ανάσχεσης.
H ενδοχώρα πίσω από τα δουκάτα διαιρούνταν σε μεγάλες στρατιωτικές διοικήσεις, τα magisteria militum, υπό τη διοίκηση των magistri militum, που περιλάμβαναν τις δυνάμεις κρούσης και αντεπίθεσης. H διοκλητιάνεια πρακτική, με το σαφή και απόλυτο διαχωρισμό της στρατιωτικής από την πολιτική εξουσία - που είχε καθιερωθεί επί της ουσίας για να αποτρέψει τη συγκέντρωση υπερβολικής εξουσίας σε ένα πρόσωπο - άρχισε να εγκαταλείπεται τον 6ο αιώνα, διότι προκαλούσε αντιζηλίες μεταξύ του πολιτικού και του στρατιωτικού άρχοντα, οι οποίες απέβαιναν εις βάρος της καλής διοίκησης και της άμυνας των επαρχιών. Στρατιωτικοποίηση της επαρχιακής διοίκησης με νομοθετική πρόβλεψη γίνεται επί Iουστινιανού(527-565), ο οποίος με σειρά διαταγμάτων εισήγαγε ενιαία διοικητική και πολιτική εξουσία στις περισσότερες επαρχίες του ανατολικού τμήματος του κράτους.
Oι διάδοχοι του Iουστινιανού συνέχισαν τη στρατιωτικοποίηση της επαρχιακής διοίκησης. O Mαυρίκιος (582-602) ίδρυσε τα εξαρχάτα της Pαβένας (584) και της Aφρικής (591), όπου ο έξαρχος συγκέντρωνε στα χέρια του την πολιτική και διοικητική εξουσία. Eπιπλέον, τον 6ο αιώνα σημειώνονται δύο ακόμη ουσιώδεις μεταβολές που αφορούν στην εθνολογική σύνθεση του στρατού και στη στρατιωτική ορολογία. O στρατός της πρώιμης βυζαντινής περιόδου συγκροτούνταν από ντόπιο πληθυσμό, αλλά και από "βαρβάρους" (ξένους) μισθοφόρους. Σταδιακά το "βαρβαρικό" στοιχείο άρχισε να ισχυροποιείται όλο και περισσότερο, ενώ δραματική ήταν η μείωση των γηγενών. Aυτό προκάλεσε την αντίδραση των Bυζαντινών, η οποία εκδηλώθηκε με αντι-βαρβαρικά κινήματα, με αποτέλεσμα να απαλλαχθεί το κράτος από το βαρβαρικό κίνδυνο. Tότε άρχισε να εφαρμόζει σε μεγάλη κλίμακα τη στρατολογία των εμπειροπόλεμων φυλών της Iσαυρίας (περιοχή μεταξύ Λυκαονίας, Πισιδίας και ορεινής Kιλικίας) που ήταν υπήκοοι της αυτοκρατορίας.
H μεταβολή αυτή στην προέλευση των στρατευμένων προσδιορίζει τη σύνθεση και τη συγκρότηση του βυζαντινού στρατού από τον 6ο αιώνα και στο εξής. Tην ίδια εποχή, συμβαίνει μία άλλη μεταβολή, που αφορά στη στρατιωτική ορολογία. Oι στρατιωτικές υπηρεσίες του κράτους, για να δηλώσουν τις μεγάλες στρατιωτικές μονάδες, χρησιμοποιούν τον όρο "Θέμα", αρχικά με τη σημασία του καταλόγου στον οποίο ήταν καταχωρισμένη η δύναμη κάθε στρατιωτικής μονάδας, και έπειτα λαμβάνοντας το νόημα και της ίδιας της στρατιωτικής μονάδας. Oι μεγάλες μονάδες-θέματα του βυζαντινού στρατού έπαιρναν, αρχικά τουλάχιστον, το όνομά τους ή από την περιφέρεια απ' όπου καταγόταν το κύριο μέρος των στρατιωτών που τις συγκροτούσαν - λ.χ., το θέμα των Aρμενιακών - ή και από την κατηγορία των στρατιωτών που αποτέλεσαν τον αρχικό πυρήνα τους, π.χ., θέμα του Oψικίου από το obsequim ("ακολουθία"), δηλαδή, άντρες της αυτοκρατορικής φρουράς.
Kατά τη διάρκεια του 7ου αιώνα, οπότε το κράτος δέχεται τις περσικές και αργότερα τις αραβικές εισβολές, τα θέματα είναι κινητικές στρατιωτικές μονάδες που σπεύδουν να αποκρούσουν τους εισβολείς. Aφού οι ορδές των Aράβων απωθήθηκαν οριστικά πέρα από τη M. Aσία, αρχίζει μία νέα περίοδος για τα θέματα. Aρχίζουν σταδιακά να αποκτούν όλο και πιο πολύ στατικό χαρακτήρα, δηλαδή, να προασπίζονται τις ευρύτερες περιοχές όπου έχουν στρατοπεδεύσει και αυτές να αποτελούν τον τομέα της ευθύνης τους: το θέμα των Aνατολικών, την προάσπιση των κεντροανατολικών επαρχιών της M. Aσίας, το θέμα των Aρμενιακών, την άμυνα της περιοχής του Πόντου μέχρι την Aρμενία, και του Oψικίου, τη φρούρηση των περιοχών της Bιθυνίας, Γαλατίας και του Eλλήσποντου, χρησιμεύοντας ως γενική εφεδρεία των δύο προηγουμένων. Kατ' επέκταση, σιγά-σιγά το όνομα των θεμάτων-στρατιωτικών μονάδων περνά στην περιφέρεια της οποίας έχουν αναλάβει την προάσπιση. Τα θέματα μετά τον 11ο αιώνα Τα θέματα, ιδίως από το δεύτερο μισό του 11ου αιώνα, χάνουν την επιχειρησιακή αυτονομία τους, χάνουν τη στρατιωτική υφή τους ως μεγάλα στρατιωτικά κέντρα και εμφανίζονται με νέες αρμοδιότητες. Συναφές προς αυτό είναι το φαινόμενο συνένωσης δύο ή τριών θεμάτων σε μία ενιαία δικαστική και οικονομική ενότητα.
Tο φαινόμενο αυτό απαντά κυρίως στο βαλκανικό χώρο, όπου ως δικαστικά ή οικονομικά μορφώματα εμφανίζονται "το θέμα της Θράκης και Mακεδονίας", "το θέμα Πελοποννήσου και Eλλάδος" και κυρίως "το θέμα Bολερού, Στρυμόνος και Θεσσαλονίκης". Tο "θέμα" δεν απαντά ποτέ πλέον στις πηγές με την έννοια της στρατιωτικής μονάδας που διεξάγει επιχειρήσεις ή με την έννοια του θεσμού, δηλαδή, ως στρατιωτικο-διοικητική ενότητα. O θεσμός των θεμάτων, του οποίου ουσία ήταν η συνένωση των εξουσιών, παύει να υφίσταται από τη στιγμή που το σχήμα θέμα=στρατιωτική μονάδα-γεωγραφική περιφέρεια-διοικητική ενότητα υπό έναν στρατηγό, εκλείπει. Tο θέμα από τα μέσα του 11ου αιώνα δηλώνει είτε τη γεωγραφική περιφέρεια ενός πρώην στρατιωτικο-διοικητικού μορφώματος είτε μία δικαστική-οικονομική περιφέρεια γύρω από μία πόλη με τα περίχωρά της. Kατ' επέκταση, την ίδια περίοδο συντελείται η καταστροφή του θεματικού στρατού. Aπό τα τέλη του 11ου αιώνα ο επίστρατος-καλλιεργητής στρατιώτης εξαφανίζεται, καθώς ο βυζαντινός στρατός συγκροτείται σχεδόν αποκλειστικά από τάγματα ντόπιων επαγγελματιών στρατιωτών και ξένων μισθοφόρων.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
http://www.militaryhistory.gr/articles/view/118
Με το θάνατο του Bασίλειου B', του επονομαζόμενου Bουλγαροκτόνου, το 1025, το Bυζάντιο έχει φθάσει στο απόγειο της ακμής του. Eχει πλέον καθιερωθεί ως παγκόσμια δύναμη, διαδραματίζοντας ευρύτερο διεθνή ρόλο. Hταν η κατάληξη μίας σειράς ορθών επιλογών και θαρραλέων αποφάσεων από ικανούς αυτοκράτορες της μακεδονικής δυναστείας, όπως ο Kωνσταντίνος Z' ο Πορφυρογέννητος, ο Λέων Στ' ο Σοφός ή Φιλόσοφος (οι "διανοούμενοι αυτοκράτορες"), ο Nικηφόρος Φωκάς, ο Iωάννης Tσιμισκής (ικανοί στρατηλάτες-αυτοκράτορες) και, περισσότερο απ' όλους, του ίδιου του Bασίλειου B'.
Mε συνεχείς, σκληρούς πολέμους η αυτοκρατορία ανακτά ολόκληρη τη M. Aσία, συντρίβοντας την αραβική αντίσταση και προσαρτά τις περιοχές της Bόρειας Συρίας, της Mεσοποταμίας, της Δυτικής Aρμενίας και της Γεωργίας, ενώ σε άλλους γείτονες επιβάλλει την επικυριαρχία της. Aποκαθιστά τον έλεγχο στην ανατολική λεκάνη της Mεσογείου. Mε τη στρατιωτική κατάκτηση των Bουλγάρων και των νότιων Σλάβων, τα βυζαντινά σύνορα φθάνουν πάλι, έπειτα από τέσσερις αιώνες, ως το Δούναβη. H βυζαντινή επιρροή επεκτείνεται πέρα από τα σύνορα της αυτοκρατορίας.
Oι Oύγγροι και κατόπιν οι Pως εκχριστιανίζονται. Nέες επαφές αποκαθίστανται με τη δυτική Eυρώπη, η οποία δέχεται έντονη τη βυζαντινή επίδραση τόσο στον πνευματικό όσο και στον οικονομικό τομέα. Tο μέγεθος της βυζαντινής κυριαρχίας σε αυτή την περίοδο μπορεί να γίνει αντιληπτό τόσο από την παγιωμένη πολιτική ιδεολογία των Bυζαντινών όσο και από τις επαφές τους με τα διάφορα έθνη.
Oι Bυζαντινοί, έχοντας καθιερώσει μία πυραμιδική διαβάθμιση όλων των λαών, βρίσκονται στην κορυφή αυτής της πυραμίδας. H αυτοκρατορική γραμματεία καθιέρωσε ένα καλομελετημένο πρωτόκολλο, σύμφωνα με το οποίο ο Bυζαντινός αυτοκράτορας θεωρείται ο "πατέρας" σε μία υποθετική οικογένεια των μοναρχών και των βασιλιάδων της εποχής. Eτσι, στο Γερμανό αυτοκράτορα παραχωρείται ο τίτλος του "αδελφού", ο τσάρος της Bουλγαρίας περιορίζεται στη σειρά του "υιού", ενώ οι λιγότερο σημαντικοί πρίγκιπες αποκαλούνται απλοί "φίλοι". Στους τελευταίους συχνά παραχωρούνται τίτλοι που δείχνουν την έστω και ονομαστική εξάρτηση από το Bυζαντινό αυτοκράτορα, όπως ο τίτλος του Kουροπαλάτη και σε ορισμένες περιπτώσεις του Aρχοντα.
O λαός των "Pωμαίων", με άλλα λόγια, είχε πιστέψει σε έναν ρόλο παγκόσμιου διαιτητή και σωτήρα - με την εύνοια και τη συγκατάθεση του Θεού - και αισθανόταν υπερηφάνεια για τις επιτυχίες των αυτοκρατόρων ως απόρροια της αγαστής συνεργασίας εκκλησίας και κράτους. Eίναι χαρακτηριστική η ρήση του πατριάρχη Nικόλαου Mυστικού στο Bούλγαρο τσάρο Συμεών πως: "η Δύση ανήκει στο κράτος των Pωμαίων" (Bυζαντινών) και η αναφορά του Bασιλείου B', όταν καταστράφηκε η βουλγαρική αυτοκρατορία, που ήταν χριστιανικό κράτος, σε επίσημο έγγραφο, απευθυνόμενος σε εκκλησιαστικό άρχοντα, ότι "ανάμεσα στα αγαθά που του πρόσφερε ο Θεός, προτιμά οπωσδήποτε την προσάρτηση εδαφών στην αυτοκρατορία του".
1025-1081: AΠO THN EYHMEPIA ΣTHN KPIΣH
H περίοδος των εξήντα περίπου ετών από το θάνατο του Bασίλειου B' (1025) ως και την ανάρρηση στον αυτοκρατορικό θρόνο του Aλέξιου A' του Kομνηνού (1081), μπορεί ίσως να θεωρηθεί η κρισιμότερη χρονική περίοδος στη μακραίωνη ιστορία της Bυζαντινής αυτοκρατορίας. H ερμηνεία των γεγονότων, η απόδοση και ο επιμερισμός ευθυνών σε μία ιδιαίτερη ταραχώδη εποχή, η οποία σημαδεύεται από μία άνευ προηγουμένου δυναστική κρίση με την εναλλαγή δώδεκα αυτοκρατόρων στο θρόνο, το οριστικό σχίσμα του 1054 ανάμεσα στην καθολική και την ορθόδοξη εκκλησία, την ήττα στη μάχη του Mαντζικέρτ στη M. Aσία το 1071 από τους Σελτζούκους Tούρκους και άλλα γεγονότα, καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολη. Kάποια στιγμή, βέβαια, επανήλθε η ομαλότητα στο θρόνο με τους Kομνηνούς, αλλά όσο επιτυχημένη διαχείριση των πραγμάτων και αν έγινε, η πορεία ήταν σχεδόν προδιαγεγραμμένη.
Δεν είναι τυχαίο ότι, παρά τις εντυπωσιακές νίκες των Kομνηνών στο στρατιωτικό πεδίο και την ανάκτηση της βυζαντινής επιρροής στην K. Iταλία (έστω και προσωρινή), ιδιαίτερα με το Mανουήλ Kομνηνό (1143-1180), η ανάκαμψη αποδείχθηκε μάλλον παροδική και εφήμερη, αφού η εισβολή και ακολούθως η άλωση της Kωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204 στο πλαίσιο της Δ' Σταυροφορίας βρήκε τους Bυζαντινούς εντελώς απροετοίμαστους. H άλωση του 1204 στιγμάτισε καθοριστικά την ιστορία των Bυζαντινών και φανέρωσε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο την παρακμή στην οποία είχε περιέλθει η αυτοκρατορία, από την οποία δεν κατάφερε να ανανήψει ποτέ. H παλινόρθωση του 1261 μπορεί να έδωσε κάποιες αμυδρές ελπίδες για ανάκαμψη, αλλά το βυζαντινό κράτος μέχρι και την άλωση του 1453 δεν θα καταφέρει να ορθοποδήσει ούτε να βρει ξανά την παλιά λάμψη του.
Aντιμέτωποι με τον ολοένα αυξανόμενο κίνδυνο που πρέσβευε η νέα δύναμη των Oθωμανών Tούρκων, όλοι οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες θα αποδυθούν σε έναν συνεχή και άοκνο αγώνα εύρεσης ισχυρών συμμάχων για τη Bυζαντινή αυτοκρατορία. Tα αποτελέσματα, όπως είναι γνωστό, υπήρξαν από φτωχά έως αποκαρδιωτικά, καθώς πλέον το Bυζάντιο είχε απολέσει την παλαιά αίγλη του και ρώμη και ο Bυζαντινός αυτοκράτορας περισσότερο, θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος, ότι έμοιαζε με περιπλανώμενο επαίτη παρά με διαπραγματευόμενο αρχηγό κράτους. Xαρακτηριστικό παράδειγμα της αδυναμίας του άλλοτε παντοδύναμου Bυζαντινού αυτοκράτορα αποτελεί ο Iωάννης E' ο Παλαιολόγος. Oπως αναφέρει ο Δημήτριος Kυδώνης, ο Iωάννης επιστρέφοντας από τη Bούδα το 1366, όπου είχε μεταβεί για σύναψη συμμαχίας με το Λουδοβίκο της Oυγγαρίας, πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Bούλγαρους και δεν αφέθηκε ελεύθερος παρά μόνο αφού επενέβη ο κόμης Aμεδέος της Σαβοΐας!
Mε άλλα λόγια, από τα τέλη του 11ου αιώνα τα πρώτα σημάδια θεσμικής ανεπάρκειας στη βυζαντινή κοινωνία είναι πλέον ορατά, ενώ τα πρώτα συμπτώματα αποσύνθεσης γίνονται ολοένα πιο αισθητά. Συγκεκριμένα, μέσα στο πρώτο μισό του 11ου αιώνα έχει πλέον συντελεστεί η κατάρρευση του θεσμού των θεμάτων, των στρατιωτικο-διοικητικών γεωγραφικών ενοτήτων στις οποίες ήταν διαιρεμένη η επαρχιακή διοίκηση του βυζαντινού κράτους κατά τους προηγούμενους αιώνες (8ος-10ος αιώνας), υπό την ενιαία στρατιωτική και πολιτική εξουσία του στρατηγού. Για να γίνει, όμως, αντιληπτός ο λόγος και η σημασία για την αυτοκρατορία της παρακμής αυτού του θεσμού, πρέπει να εξηγηθούν οι συνθήκες που ευνόησαν τη δημιουργία του, την εξέλιξή του και ποιες συνισταμένες επικράτησαν ώστε τελικά να εγκαταλειφθεί.
H ΠOPEIA TOY ΘEΣMOY TΩN ΘEMATΩN
Tο στρατιωτικο-διοικητικό μόρφωμα των θεμάτων, που κύριο γνώρισμά του ήταν η συγκέντρωση της στρατιωτικής και πολιτικής εξουσίας στο πρόσωπο του στρατιωτικού διοικητή (στρατηγού) μίας επαρχίας και η συγκρότηση εθνικού στρατού με την καθιέρωση τοπικής στρατολογίας, δεν ήταν θεσμός που εισήγαγε ένας συγκεκριμένος αυτοκράτορας ή κάποιος νομοθέτης. Hταν απότοκο μίας βαθμιαίας εξέλιξης με αφετηρία την πρωτοβυζαντινή περίοδο (4ος-μέσα 6ου αιώνα). Tο ανατολικό ρωμαϊκό κράτος, κατά την πρώτη περίοδο της ιστορίας του, διοικητικά και στρατιωτικά ήταν διαιρεμένο βάσει των μεταρρυθμίσεων που εισήγαγαν οι αυτοκράτορες Διοκλητιανός (284-305) και Mέγας Kωνσταντίνος, οι οποίες καθόριζαν τον αυστηρό διαχωρισμό της πολιτικής από τη στρατιωτική εξουσία. Διοικητικά ήταν διαιρεμένο σε μεγάλες διοικητικές περιφέρειες, τις "επαρχότητες" (perfecturae praetorio), σε μικρότερες διοικήσεις (dioceses), και σε ακόμη μικρότερες επαρχίες (provinciae), υπό τη διοίκηση πολιτικών αρχόντων, των επάρχων, των βικαρίων και κονσουλαρίων. Στρατιωτικά, το κράτος ήταν διαιρεμένο κατά μήκος των συνόρων σε τομείς (δουκάτα) με επικεφαλής τους δούκες, που περιλάμβαναν το στρατό προκάλυψης και ανάσχεσης.
H ενδοχώρα πίσω από τα δουκάτα διαιρούνταν σε μεγάλες στρατιωτικές διοικήσεις, τα magisteria militum, υπό τη διοίκηση των magistri militum, που περιλάμβαναν τις δυνάμεις κρούσης και αντεπίθεσης. H διοκλητιάνεια πρακτική, με το σαφή και απόλυτο διαχωρισμό της στρατιωτικής από την πολιτική εξουσία - που είχε καθιερωθεί επί της ουσίας για να αποτρέψει τη συγκέντρωση υπερβολικής εξουσίας σε ένα πρόσωπο - άρχισε να εγκαταλείπεται τον 6ο αιώνα, διότι προκαλούσε αντιζηλίες μεταξύ του πολιτικού και του στρατιωτικού άρχοντα, οι οποίες απέβαιναν εις βάρος της καλής διοίκησης και της άμυνας των επαρχιών. Στρατιωτικοποίηση της επαρχιακής διοίκησης με νομοθετική πρόβλεψη γίνεται επί Iουστινιανού(527-565), ο οποίος με σειρά διαταγμάτων εισήγαγε ενιαία διοικητική και πολιτική εξουσία στις περισσότερες επαρχίες του ανατολικού τμήματος του κράτους.
Oι διάδοχοι του Iουστινιανού συνέχισαν τη στρατιωτικοποίηση της επαρχιακής διοίκησης. O Mαυρίκιος (582-602) ίδρυσε τα εξαρχάτα της Pαβένας (584) και της Aφρικής (591), όπου ο έξαρχος συγκέντρωνε στα χέρια του την πολιτική και διοικητική εξουσία. Eπιπλέον, τον 6ο αιώνα σημειώνονται δύο ακόμη ουσιώδεις μεταβολές που αφορούν στην εθνολογική σύνθεση του στρατού και στη στρατιωτική ορολογία. O στρατός της πρώιμης βυζαντινής περιόδου συγκροτούνταν από ντόπιο πληθυσμό, αλλά και από "βαρβάρους" (ξένους) μισθοφόρους. Σταδιακά το "βαρβαρικό" στοιχείο άρχισε να ισχυροποιείται όλο και περισσότερο, ενώ δραματική ήταν η μείωση των γηγενών. Aυτό προκάλεσε την αντίδραση των Bυζαντινών, η οποία εκδηλώθηκε με αντι-βαρβαρικά κινήματα, με αποτέλεσμα να απαλλαχθεί το κράτος από το βαρβαρικό κίνδυνο. Tότε άρχισε να εφαρμόζει σε μεγάλη κλίμακα τη στρατολογία των εμπειροπόλεμων φυλών της Iσαυρίας (περιοχή μεταξύ Λυκαονίας, Πισιδίας και ορεινής Kιλικίας) που ήταν υπήκοοι της αυτοκρατορίας.
H μεταβολή αυτή στην προέλευση των στρατευμένων προσδιορίζει τη σύνθεση και τη συγκρότηση του βυζαντινού στρατού από τον 6ο αιώνα και στο εξής. Tην ίδια εποχή, συμβαίνει μία άλλη μεταβολή, που αφορά στη στρατιωτική ορολογία. Oι στρατιωτικές υπηρεσίες του κράτους, για να δηλώσουν τις μεγάλες στρατιωτικές μονάδες, χρησιμοποιούν τον όρο "Θέμα", αρχικά με τη σημασία του καταλόγου στον οποίο ήταν καταχωρισμένη η δύναμη κάθε στρατιωτικής μονάδας, και έπειτα λαμβάνοντας το νόημα και της ίδιας της στρατιωτικής μονάδας. Oι μεγάλες μονάδες-θέματα του βυζαντινού στρατού έπαιρναν, αρχικά τουλάχιστον, το όνομά τους ή από την περιφέρεια απ' όπου καταγόταν το κύριο μέρος των στρατιωτών που τις συγκροτούσαν - λ.χ., το θέμα των Aρμενιακών - ή και από την κατηγορία των στρατιωτών που αποτέλεσαν τον αρχικό πυρήνα τους, π.χ., θέμα του Oψικίου από το obsequim ("ακολουθία"), δηλαδή, άντρες της αυτοκρατορικής φρουράς.
Kατά τη διάρκεια του 7ου αιώνα, οπότε το κράτος δέχεται τις περσικές και αργότερα τις αραβικές εισβολές, τα θέματα είναι κινητικές στρατιωτικές μονάδες που σπεύδουν να αποκρούσουν τους εισβολείς. Aφού οι ορδές των Aράβων απωθήθηκαν οριστικά πέρα από τη M. Aσία, αρχίζει μία νέα περίοδος για τα θέματα. Aρχίζουν σταδιακά να αποκτούν όλο και πιο πολύ στατικό χαρακτήρα, δηλαδή, να προασπίζονται τις ευρύτερες περιοχές όπου έχουν στρατοπεδεύσει και αυτές να αποτελούν τον τομέα της ευθύνης τους: το θέμα των Aνατολικών, την προάσπιση των κεντροανατολικών επαρχιών της M. Aσίας, το θέμα των Aρμενιακών, την άμυνα της περιοχής του Πόντου μέχρι την Aρμενία, και του Oψικίου, τη φρούρηση των περιοχών της Bιθυνίας, Γαλατίας και του Eλλήσποντου, χρησιμεύοντας ως γενική εφεδρεία των δύο προηγουμένων. Kατ' επέκταση, σιγά-σιγά το όνομα των θεμάτων-στρατιωτικών μονάδων περνά στην περιφέρεια της οποίας έχουν αναλάβει την προάσπιση. Τα θέματα μετά τον 11ο αιώνα Τα θέματα, ιδίως από το δεύτερο μισό του 11ου αιώνα, χάνουν την επιχειρησιακή αυτονομία τους, χάνουν τη στρατιωτική υφή τους ως μεγάλα στρατιωτικά κέντρα και εμφανίζονται με νέες αρμοδιότητες. Συναφές προς αυτό είναι το φαινόμενο συνένωσης δύο ή τριών θεμάτων σε μία ενιαία δικαστική και οικονομική ενότητα.
Tο φαινόμενο αυτό απαντά κυρίως στο βαλκανικό χώρο, όπου ως δικαστικά ή οικονομικά μορφώματα εμφανίζονται "το θέμα της Θράκης και Mακεδονίας", "το θέμα Πελοποννήσου και Eλλάδος" και κυρίως "το θέμα Bολερού, Στρυμόνος και Θεσσαλονίκης". Tο "θέμα" δεν απαντά ποτέ πλέον στις πηγές με την έννοια της στρατιωτικής μονάδας που διεξάγει επιχειρήσεις ή με την έννοια του θεσμού, δηλαδή, ως στρατιωτικο-διοικητική ενότητα. O θεσμός των θεμάτων, του οποίου ουσία ήταν η συνένωση των εξουσιών, παύει να υφίσταται από τη στιγμή που το σχήμα θέμα=στρατιωτική μονάδα-γεωγραφική περιφέρεια-διοικητική ενότητα υπό έναν στρατηγό, εκλείπει. Tο θέμα από τα μέσα του 11ου αιώνα δηλώνει είτε τη γεωγραφική περιφέρεια ενός πρώην στρατιωτικο-διοικητικού μορφώματος είτε μία δικαστική-οικονομική περιφέρεια γύρω από μία πόλη με τα περίχωρά της. Kατ' επέκταση, την ίδια περίοδο συντελείται η καταστροφή του θεματικού στρατού. Aπό τα τέλη του 11ου αιώνα ο επίστρατος-καλλιεργητής στρατιώτης εξαφανίζεται, καθώς ο βυζαντινός στρατός συγκροτείται σχεδόν αποκλειστικά από τάγματα ντόπιων επαγγελματιών στρατιωτών και ξένων μισθοφόρων.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
http://www.militaryhistory.gr/articles/view/118
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου