https://chilonas.com/2013/10/02/httpwp-mep1op6y-16y/
Γράφει ο Χείλων
Ο Φλάβιος Αρκάδιος Αύγουστος γεννήθηκε το 377 μ.Χ στην Ισπανία (ονομασία της Ιβηρικής Χερσονήσου επί Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας) και ήταν ο πρεσβύτερος γιός του Θεοδοσίου A’(τελευταίος Ρωμαίος αυτοκράτωρ) και της Φλασίλας (Αέλια Φλάβια Φλασίλα) και αδελφός του Ονόριου. Ο Αρκάδιος όταν ανήλθε στον θρόνο ήταν μόλις δεκαεπτά ετών και δεν διέθετε την ανάλογη εμπειρία και βούληση, με αποτέλεσμα σύντομα να βρεθεί δέσμιος «συγγενικών» προσώπων, τα οποία διηύθυναν και κατηύθυναν τα θέματα της αυτοκρατορίας, σύμφωνα με τα συμφέροντα και τις προσωπικές επιθυμίες τους.
Ο πρώτος εξ’ αυτών ήταν ο Ρούφινος που είχε ορισθεί από τον Θεοδόσιο ως γενικός σύμβουλος του Αρκαδίου, ο οποίος δολοφονήθηκε και δύο χρόνια αργότερα τον αντικατέστησε ο ευνούχος Ευτρόπιος, ο οποίος ανακηρύσσεται σε Ύπατο ασκώντας επιρροή στον αυτοκράτορα. Ο λόγος της ταχείας ανόδου του Ευτροπίου ήταν ότι ήταν ο κύριος υπεύθυνος της γνωριμίας και γάμου του Αρκαδίου με την Ευδοξία, κόρη ενός Φράγκου αξιωματικού με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά, την Μαρίνα, την Πουλχερία την Αρκαδία και τον Θεοδόσιο.
Ο νεώτερος αδελφός του Ονόριος ο οποίος ήταν αυτοκράτωρ στην Δυτική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία είχε τεθεί υπό την επιτήρηση του Στηλίχωνα, ενός χαρισματικού Ρωμαίου στρατηγού, ο οποίος ήταν Βάνδαλος στην καταγωγή και είχε επιτύχει πολλές νίκες κατά των Γερμανικών φύλων.
Το Γοτθικό πρόβλημα
Το βασικότερο πρόβλημα κατά την θητεία του Αρκαδίου ήταν τα Γερμανικά φύλα. Οι Βησιγότθοι οι οποίοι παλαιότερα είχαν εγκατασταθεί στο βόρειο άκρο της Βαλκανικής Χερσονήσου, είχαν αρχηγό τον φιλόδοξο Αλάριχο ο οποίος ενώ αρχικά κατευθυνόταν προς Θράκη και Μακεδονία, τελικά εισέβαλε στην Θεσσαλία και κατόπιν μέσω Θερμοπυλών στην Κεντρική Ελλάδα, λεηλατώντας τις πόλεις στο πέρασμά του.
Ο πληθυσμός της Ελλάδος εκείνη την εποχή ήταν αμιγώς Ελληνικός, παραμένοντας ίδιος όπως στις περιγραφές του Παυσανία και Πλουτάρχου. Σύμφωνα δε με τον Φερδινάνδο Γρηγορόβιο (1821 – 1891……..Γερμανός ιστορικός της μεσαιωνικής Ρωμαϊκής ιστορίας) η γλώσσα, θρησκεία, έθιμα και νόμοι των αρχαίων Ελλήνων είχαν παραμείνει αναλλοίωτα. Όμως παρά το γεγονός ότι είχε ορισθεί ως επίσημη θρησκεία ο Χριστιανισμός και είχε απαγορευθεί η λατρεία των αρχαίων θεών, εντούτοις διατηρούνταν ακόμα τα έθιμα και οι λατρευτικές επιρροές της αρχαίας Ελλάδας, κυρίως λόγω της ύπαρξης των μνημείων.
Κατά την κάθοδό τους οι Βησιγότθοι λεηλάτησαν και κατέστρεψαν την Βοιωτία και Αττική καταλαμβάνοντας τον λιμένα του Πειραιά. Ο ιστορικός του 5ου αιώνα Ζώσιμος περιγράφει θρύλο σύμφωνα με τον οποίο, όταν ο Αλάριχος έφθασε προ των τειχών των Αθηνών, είδε την Αθηνά Πρόμαχο με πανοπλία και τον Αχιλλέα να στέκονται στα τείχη, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει την ιδέα της πολιορκίας.
Η Πελοπόννησος υπέφερε σε μεγάλο βαθμό από την Γοτθική εισβολή, με τους Βησιγότθους να λεηλατούν Κόρινθο, Άργος, Σπάρτη, και άλλες πόλεις. Ο στρατηγός Στηλίχων, ανέλαβε να υπερασπισθεί την Ελλάδα και παρετάχθη με τα στρατεύματά του στον Ισθμό, της Κορίνθου αποκόπτοντας έτσι το δρόμο του Αλάριχου προς την Κεντρική Ελλάδα. Κατόπιν τον απώθησε προς την Ήπειρο, μετά από μεγάλη προσπάθεια και πολλές δυσκολίες.
Όμως προς έκπληξη όλων ο αυτοκράτορας Αρκάδιος φερόμενος αναίσχυντα τίμησε τον άνδρα (Αλάριχο) που είχε καταστρέψει το σύνολο σχεδόν των Ελληνικών επαρχιών της αυτοκρατορίας απονέμοντας τον τίτλο του Στρατιωτικού Μάγιστρου (Magister millitum ή ελληνιστί στρατηλάτη). Μετά από αυτό ο Αλάριχος έπαψε να απειλεί το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας και κατευθύνθηκε προς την Ιταλία.
Όμως σε αντίθεση με το Γοτθικό μένος στην Βαλκανική Χερσόνησο και την Ελλάδα, η Γοτθική επιρροή εξακολουθούσε να παραμένει έντονη ιδιαίτερα στην ιεραρχία του στρατού και τις υψηλόβαθμες διοικητικές θέσεις τις οποίες κατείχαν αξιωματούχοι Γερμανικής καταγωγής.
Όταν ο Αρκάδιος ανήλθε στον θρόνο το Γοτθικό «κόμμα» ασκούσε την μεγαλύτερη επιρροή, με επικεφαλής τον Γάϊνα επιφανή στρατηγό του αυτοκρατορικού στρατού, Γοτθικής καταγωγής.
Προκειμένου να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο ο Γάϊνας, στρατολογούνταν στρατιώτες Γοτθικής καταγωγής και αντιπρόσωποι των τοπικών προ-Γερμανικών κινημάτων. Η αδυναμία όμως των Γότθων ήταν ότι οι περισσότεροι ήσαν Αρειανοί. Το αμέσως επόμενο κόμμα, όσον αφορά στην πολιτική επιρροή, ήταν το κόμμα του αυτοκρατορικού ευνοούμενου, ευνούχου Ευτρόπιου. Υποστηριζόταν από διάφορους κόλακες οι οποίοι ενδιαφέρονταν γι’ αυτόν μόνο επειδή ήταν σε θέση να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά τους. Όπως είναι φυσικό ο Γάϊας και ο Ευτρόπιος δεν ήταν δυνατόν να συνυπάρξουν, καθόσον ανταγωνίζονταν σε πολιτική δύναμη.
Εκτός από τα προαναφερθέντα κόμματα οι ιστορικοί αναφέρουν και ένα τρίτο κόμμα, εχθρικό προς τα δύο προηγούμενα, το οποίο αποτελείτο από γερουσιαστές, υπουργούς και την πλειονότητα του κλήρου και εκπροσωπούσε την εθνική και ιστορική ιδεολογία της αυτοκρατορίας σε αντίθεση με την αυξανόμενη ξένη και βαρβαρική επιρροή. Η εν λόγω «κίνηση» ηρνείτο να προσφέρει την υποστήριξή της στον γλοιώδη Ευτρόπιο και αρχηγός της ήταν ο νομάρχης της πόλης Αυρηλιανός.
Κάποια στιγμή η κυβέρνηση άρχισε να ανησυχεί, καθότι πολλοί άνθρωποι της εποχής αντιλαμβάνονταν την απειλή της Γοτθικής κυριαρχίας. Ένα ενδιαφέρον έγγραφο της εποχής που έχει διασωθεί, περιγράφει γλαφυρά την αντίδραση συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, στην Γοτθική πρόκληση. Το έγγραφο έχει αποστολέα τον Συνέσιο και απευθύνεται προς το «Αυτοκρατορικό Γραφείο». Ο Συνέσιος ήταν νεοπλατωνικός φιλόσοφος, Αφρικανικής καταγωγής από την Κυρήνη, ο οποίος ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό και το έτος 339 μ.Χ έφθασε στην Κων/πολη προκειμένου να συναντήσει τον αυτοκράτορα, για φορολογικά θέματα που αφορούν στην πόλη καταγωγής του.
Αργότερα μετά την επιστροφή του επελέγη επίσκοπος στην βόρειο Αφρικανική πόλη Πτολεμαΐδα. Τα τρία έτη που έμεινε στην Κων/πολη, αντελήφθη το πρόβλημα της Γερμανικής απειλής και συνέταξε την επιστολή, η οποία μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «αντιγοτθικό μανιφέστο» και υιοθετήθηκε από το εθνικό κόμμα του Αυρηλιανού. Συγκεκριμένα προειδοποιεί τον αυτοκράτορα:
«Οι ένοπλοι βάρβαροι θα εκμεταλλευθούν την παραμικρή αφορμή προκειμένου να αναλάβουν την εξουσία. Τότε οι άοπλοι πολίτες θα είναι αναγκασμένοι να πολεμήσουν εναντίον εκπαιδευμένων στρατιωτών. Πρώτα απ’ όλα οι ξένοι πρέπει να απομακρυνθούν από διοικητικές θέσεις και να τους αφαιρεθούν γερουσιαστικά αξιώματα.
Όπως και σε άλλα ζητήματα, έτσι και σε αυτό εκπλήσσομαι με την επιπολαιότητα αντιμετώπισης. Σε κάθε οικία σχεδόν βρίσκουμε ένα Γότθο υπηρέτη, είτε σαν μάγειρα είτε σαν οικονόμο, ακόμα και αυτοί που περπατούν στους δρόμους κουβαλώντας ένα μικρό κάθισμα προσφέροντας ξεκούραση στους περιπατητές, είναι Γότθοι.
Δεν σας προξενεί έκπληξη το γεγονός, ότι οι ίδιοι άνθρωποι που στην καθημερινή ζωή τους είναι υπηρέτες, ταυτόχρονα είναι και ρυθμιστές του πολιτικού μας βίου; Ο αυτοκράτορας πρέπει να εξαγνίσει το στράτευμα, όπως διαχωρίζουμε το σιτάρι από τα ανεπιθύμητα στοιχεία.
Ο πατέρας σου λόγω της υπερβολικής συμπόνοιας που ένιωθε, δέχθηκε τους βάρβαρους με καλοσύνη και συγκαταβατικότητα, τους έδωσε βαθμούς, πολιτικά δικαιώματα, τιμητικές διακρίσεις και γενναιόδωρες επιδοτήσεις γης.
Όμως αυτοί (οι βάρβαροι) αντί να εκλάβουν τις εν λόγω ευγενείς πράξεις ως ενέργειες καλοσύνης, τις εξέλαβαν ως σημάδι αδυναμίας, γεγονός το οποίο τους ενθάρρυνε να γίνουν περισσότερο υπερόπτες και διεκδικητικοί. Ενδυναμώνοντας τις τάξεις του στρατού με γηγενείς στρατιώτες, ενισχύουμε την δύναμή μας προς όφελος της αυτοκρατορίας.
Πρέπει να επιδείξουμε επιμονή στις διαπραγματεύσεις με αυτούς τους ανθρώπους. Ειδάλλως είτε θα αφήσουμε αυτούς τους βάρβαρους μέχρι να μας καταστρέψουν, ακολουθώντας το παράδειγμα των Μεσσηνίων οι οποίοι παραδόθηκαν στους Λακεδαιμόνιους και έκτοτε τους υπηρετούσαν ως σκλάβοι, είτε θα τους αφήσουμε να γυρίσουν από εκεί που ξεκίνησαν, ανακοινώνοντας στους κατοικούντες στην άλλη όχθη του ποταμού (Δούναβη) ότι οι Ρωμαίοι δεν αισθάνονται πλέον συμπόνοια γι’ αυτούς».
Αυτό που υποστήριζε ο Συνέσιος για την αντιμετώπιση της Γοτθικής απειλής, ήταν η εκδίωξή τους από τον στρατό, ο σχηματισμός ενός αυτόχθονου στρατεύματος και η αποδοχή των Γότθων ως απλοί σύμμαχοι. Σε περίπτωση που οι εν λόγω όροι δεν γίνονταν αποδεκτοί, πρότεινε την αποπομπή τους στις παραδουνάβιες περιοχές, που ήταν και ο τόπος προέλευσης.
Ο Γότθος Γάϊνας ως ο στρατηγός με την μεγαλύτερη επιρροή στο στράτευμα, δεν μπορούσε να δεχθεί την αυτοκρατορική επιρροή του Ευτρόπιου και έτσι εκμεταλλεύθηκε την πρώτη ευκαιρία που του παρουσιάσθηκε προκειμένου να τον εξουδετερώσει.
Συγκεκριμένα οι Οστρογότθοι της Φρυγίας, που ήσαν εγκατεστημένοι σε αυτή την επαρχία της Μικράς Ασίας από την εποχή του Θεοδόσιου του Μέγα, είχαν εξεγερθεί υπό την ηγεσία του Τριβίγιλδου (Tribigild) δημιουργώντας προβλήματα στην περιοχή. Ο αυτοκράτορας προκειμένου να τους αντιμετωπίσει, έστειλε εναντίον τους τον Γάϊνα, χωρίς να γνωρίζει ότι αυτοί ήσαν κρυφοί σύμμαχοί του. Έτσι ο Γάϊνας οδήγησε τον αυτοκρατορικό στρατό σε ηθελημένη ήττα και οι Γότθοι έγιναν κυρίαρχοι της κατάστασης αποκτώντας το πλεονέκτημα των κινήσεων.
Κατόπιν από θέση ισχύος προέβαλαν στον αυτοκράτορα την αξίωση, όπως απομακρύνει τον Ευτρόπιο και τον παραδώσει σε αυτούς. Σημειωτέον ότι παράπονα για την συμπεριφορά του Ευτροπίου υπήρχαν και από την πλευρά της Ευδοξίας και του Αυρηλιανού. Ο Αρκάδιος πιεζόμενος από την διαμορφούμενη κατάσταση και την επιτυχία των Γότθων, εξορίζει τον Ευτρόπιο (339 μ.Χ) αλλά η ενέργειά του δεν ικανοποιεί τους Γότθους, οι οποίοι υποχρεώνουν τον αυτοκράτορα να φέρει πίσω τον Ευτρόπιο, να τον δικάσει και τελικά να τον εκτελέσει, παρά την αντίδραση του Πατριάρχη Ιωάννου Χρυσοστόμου. Αφού ικανοποίησε ο Γάϊνας την απαίτησή του, αξίωσε να διατεθεί στους Αρειανιστές Γότθους ένας ναός της πρωτεύουσας, προκειμένου να τελούν τις θρησκευτικές τους υποχρεώσεις. Αυτό όμως το αίτημα συνάντησε την ισχυρή αντίδραση του Πατριάρχη Ιωάννου Χρυσοστόμου, αναγκάζοντας τον Γάϊνα να υποχωρήσει.
Αφού εδραίωσαν οι Γότθοι την θέση τους στην πρωτεύουσα έγιναν πλήρως κυρίαρχοι της μοίρας της αυτοκρατορίας. Ο Αρκάδιος και οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης ήσαν πλέον πλήρως ενήμεροι για τον κίνδυνο καταστροφής. Όμως ο Γάϊνας απεδείχθη ανίκανος να εκμεταλλευθεί την θέση του, καθώς κατά τη διάρκεια απουσίας του ξέσπασε εξέγερση κατά την οποία οι κάτοικοι της πρωτεύουσας σκότωσαν 7000 ένοπλους Γότθους.
Ο Αρκάδιος ενθαρρυμένος από την νέα τροπή, στέλνει εναντίον του Γάϊνα τον πιστό του στρατηγό Φλάβιο Φράβιτα (παγανιστής Βησιγοτθικής καταγωγής) ο οποίος τον νικά ενώ προσπαθούσε να περάσει στην Μικρά Ασία. Κατόπιν ο Γάϊνας προσπαθεί να βρεί καταφύγιο στην Θράκη, αλλά συλλαμβάνεται από τον βασιλέα των Ούννων ο οποίος τον αποκεφαλίζει και στέλνει το κεφάλι του ως δώρο στον Αρκάδιο.
Έτσι η Γοτθική απειλή εξουδετερώθηκε χάριν στις προσπάθειες του Φράβιτα ο οποίος χρίσθηκε Πρόξενος ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες που προσέφερε στην αυτοκρατορία. Το Γοτθικό πρόβλημα στις αρχές του πέμπτου αιώνα διευθετήθηκε τελικά υπέρ της αυτοκρατορίας και ορισμένες σπασμωδικές προσπάθειες των Γότθων που εκδηλώθηκαν αργότερα με σκοπό την αποκατάσταση της επιρροής τους απέβησαν άκαρπες.
Η σύγκρουση με τον Πατριάρχη Ιωάννη Χρυσόστομο
Στο παρασκήνιο του Γοτθικού προβλήματος, αναδύεται η πεφωτισμένη παρουσία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη Χρυσοστόμου. Ο Χρυσόστομος γεννήθηκε στην Αντιόχεια και σπούδασε με τον διάσημο ρήτορα Λιβάνιο, με σκοπό να ακολουθήσει κοσμική σταδιοδρομία. Αργότερα εγκατέλειψε την ιδέα και μετά την βάπτισή του, αφοσιώθηκε πλήρως στη θρησκευτική διδασκαλία, παραμένοντας επί πολλά έτη στην Αντιόχεια ως πρεσβύτερος.
Μετά τον θάνατο του πατριάρχη Νεκταρίου, ο Ευτρόπιος τον επέλεξε ως τον νέο Πατριάρχη το 398 μ.Χ και μετέβη στην νέα του έδρα με μυστικότητα, υπό τον φόβο αντίδρασης των κατοίκων της Αντιοχείας, που θα έχαναν τον αγαπητό τους ιεροκήρυκα..
Έτσι ο επισκοπικός θρόνος πέρασε στα χέρια ενός ανθρώπου ο οποίος είχε εκπαιδευθεί στην τέχνη της ρητορικής, ενός ιδεαλιστή του οποίου οι ενέργειες ήσαν πάντα εναρμονισμένες με τις θεωρίες του και ήταν φανατικός υποστηρικτής των ηθικών αξιών. Ως φανατικός πολέμιος της περιττής πολυτέλειας και σταθερός υποστηρικτής της συμφωνίας της Νίκαιας, ο Χρυσόστομος απέκτησε πολλούς εχθρούς στο ποίμνιό του.
Ένας από τους πλέον φανατικούς εχθρούς του ήταν η αυτοκράτειρα Ευδοξία, η οποία ήταν λάτρης της πολυτέλειας και την οποία ο Χρυσόστομος κατήγγειλε δημόσια στις ομιλίες του, φθάνοντας στο σημείο να την συγκρίνει με την Ιεζάβελ (διεφθαρμένη βασίλισσα της Τύρου και Σιδώνας) και την Ηρωδιάδα (μοιχαλίδα και ραδιούργος σύζυγος του Ηρώδη Αντύππα).
Η σκληρή στάση του έναντι των Γότθων, επίσης δημιούργησε πολλούς εχθρούς, καθότι αντιτάχθηκε σθεναρά στη διάθεση μιας από τις μεγάλες εκκλησίες της πρωτεύουσας ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες τους. Οι Γότθοι αργότερα συμφιλιώθηκαν με την άρνηση του αυτοκράτορα, ωστόσο συνέχισαν να χρησιμοποιούν την εκκλησία που τους έχει παραχωρηθεί έξω από τις πύλες της πόλης. Ο Ιωάννης ήταν πολύ διακριτικός έναντι των Γότθων Ορθοδόξων και μάλιστα είχε παραχωρήσει μια εκκλησία στην πόλη, τους επισκεπτόταν πολύ συχνά και πραγματοποιούσε συσκέψεις μέσω διερμηνέα για θέματα που τους απασχολούσαν.
Τα θρησκευτικά ιδεώδη του Ιωάννη, η απροθυμία του να συμβιβάζεται και η σκληρή κριτική στην πολυτέλειας σταδιακά αύξησε τον αριθμό των εχθρών του. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας σύντομα υπέκυψε στην επιρροή όσων αντιτίθονταν στον Πατριάρχη και ο ίδιος εκφραζόταν ανοικτά κατά του Χρυσοστόμου. Αυτή η αντιπαράθεση ανάγκασε τον Ιωάννη να αποσυρθεί στη Μικρά Ασία, αλλά η αναταραχή μεταξύ πιστών στην πρωτεύουσα που προκάλεσε η αποχώρηση του αγαπημένου τους Πατριάρχη, ανάγκασαν τον αυτοκράτορα να τον ανακαλέσει από την εξορία. Ωστόσο η νέα περίοδος ειρήνης μεταξύ του κράτους και του Πατριάρχη δεν διήρκεσε για πολύ καιρό.
Οι εναρκτήριες τελετές κατά την αποκάλυψη αγάλματος αφιερωμένου στην Αυτοκράτειρα έδωσαν αφορμή για μια φλογερή ομιλία κατά την οποία ο Χρυσόστομος κατήγγειλε την ματαιοδοξία της αυτοκράτειρας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να εκθρονισθεί ξανά και οι οπαδοί του (Ιωαννίτες) να υποστούν σοβαρές διώξεις. Τέλος κατά το έτος 404, ο Ιωάννης εξορίστηκε στην Καππαδοκία (πόλη Cucusus) όπου έφτασε μετά από μια μακρά και επίπονη διαδρομή, μια πόλη την οποία περιέγραψε ως «τον πιο έρημο τόπο στο σύμπαν». Τρία χρόνια αργότερα εστάλη σε νέο τόπο εξορίας στην μακρινή ανατολική ακτή της Μαύρης Θάλασσας όπου πέθανε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Έτσι τελείωσε τη ζωή του ένας από τους πιο αξιόλογους πνευματικούς ηγέτες της Ανατολικής εκκλησίας κατά την διάρκεια του μεσαίωνα. Ο Πάπας και ο αυτοκράτορας της Δύσης Ονόριος (αδελφός του Αρκάδιου) είχαν μεσολαβήσει σε μια προσπάθεια να σταματήσουν οι διωγμοί του Ιωάννη και των Ιωαννιτών, αλλά χωρίς επιτυχία.
Ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος άφησε έναν ανεκτίμητο λογοτεχνικό θησαυρό, που περιέχει μια ζωντανή εικόνα της κοινωνικής και θρησκευτικής ζωής της εποχής του. Προσωπικά ήταν ένας από τους ελάχιστους ανθρώπους που δεν φοβήθηκαν να μιλήσουν ανοιχτά εναντίον των Αρειανικών αξιώσεων και του παντοδύναμου Γάϊνα και υπερασπίστηκε με πεποίθηση και σταθερότητα τα ιδανικά της Αποστολικής Εκκλησίας. Χαρακτηρίσθηκε ως ένα από τα ομορφότερα παραδείγματα ηθικής που είχε ποτέ η ανθρωπότητα.
«Ήταν ανελέητος με την αμαρτία και γεμάτος συμπόνοια για τον αμαρτωλό».
Ο Αρκάδιος πέθανε το 408 μ.Χ, όταν ο γιός του και διάδοχος Θεοδόσιος ήταν 7 ετών και αφού είχε προηγηθεί ο θάνατος της συζύγου του Ευδοξίας.
Βιβλιογραφία: Alexander Alexandrovich Vasiliev «History of the Byzantine Empire» 1929
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου