Συγγραφέας:
Γιώργος Καραμπελιας
Οι επιβιώσεις του Βυζαντίου
Η Άλωση του 1453 δεν υπήρξε όπως συχνά νομίζεται η απαρχή του νεώτερου ελληνισμού αλλά μια διακοπή της κρατικής υπόστασης του, με ανυπολόγιστες συνέπειες μέχρι και σήμερα.
Ο νεώτερος ελληνισμός συγκροτείται κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο – όλοι σχεδόν οι ιστορικοί και οι φιλόλογοι θέτουν κατηγορηματικά ως αφετηρία της ιστορίας του το 1000, το 1071, το 1204, ενώ και η πλέον όψιμη χρονολόγηση θέτει ως αφετηρία το 1261. Η Τουρκοκρατία συνιστά έτσι τη δεύτερη περίοδο του, την έναρξη της οποίας τοποθετούμε συμβατικά στα 1453, ενώ μια τρίτη, αρχίζει μετά το 1821. Επειδή το χρονικό βάθος της «βυζαντινής» διαδρομής του νεώτερου ελληνισμού είναι μεγάλο, από 250 έως 450 χρόνια, η ελληνική ταυτότητα σφραγίζεται από τις επιβιώσεις του Βυζαντίου σε όλες τις εκφάνσεις του βίου των Ελλήνων. Ο Κ.Θ. Δημαράς το επισημαίνει στον Πρόλογό του στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας:
Μετά το 1261 μπορούμε να πούμε ότι Βυζάντιο και Ελλάδα συμπίπτουν.[ ] Γύρω στην Άλωση η συνείδηση των διανοουμένων φαίνεται καθαρά ελληνική «ἐσμὲν γὰρ οὖν [ ] Ἕλληνες τὸ γένος ὡς ἥ τε φωνὴ καὶ ἡ πάτριος παιδεία μαρτυρεῖ» γράφει ο Γεμιστός. Δυο μέρες πριν την Άλωση ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ονομάζει την Πόλη «ἐλπίδα καὶ χαρὰν πάντων τῶν Ἑλλήνων». Η μετάβαση από το Βυζάντιο στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε: κι’ όπως μέσα στο Βυζάντιο είδαμε να γεννιέται ο νέος ελληνισμός, έτσι και μέσα στον νέον ελληνισμό θα μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε το Βυζάντιο που συνεχίζει τη ζωή του[1].
Μέχρι το 1922, το όραμα της ανασύστασης του υστερο-βυζαντινού ελληνικού κράτους, το οποίο απεκλήθη «Μεγάλη Ιδέα» από τον Ιωάννη Κωλέττη το 1843, εμπνέει όλες τις επαναστατικές και πολιτικές απόπειρες. Σήμερα, αντιστρόφως, ο ελληνισμός γνωρίζει ανάλογες προκλήσεις, mutatis-mutandis, με το ύστερο Βυζάντιο: επιστροφή του νεο-οθωμανικού επεκτατισμού, αποσύνθεση του βαλκανικού χώρου, αντιφατικές σχέσεις με τη Δύση, και κατά συνέπεια, εξακολουθούμε, εν πολλοίς, να ζούμε στο πλαίσιο που διαμορφώθηκε τότε. Ο νεώτερος ελληνισμός θα σφραγιστεί ανεξίτηλα από μια αντιστασιακή διαδικασία, που έχει ως αφετηρία τη «βυζαντινή» του περίοδο, και η οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Θα λέγαμε μάλιστα πως, μετά μια «ευτυχή περίοδο» ανόδου και ανασυγκρότησης –1700-1922, τη νεώτερη ελληνική Αναγέννηση– ο ελληνισμός επιστρέφει και πάλι σε μια «παλαιολόγεια» εποχή καθολικής κρίσης.