Ηράκλειος: “Σταυροφόρος” νικητής των Περσών και ο Τίμιος Σταυρός


Στις αρχές του 7ου αιώνα μ.Χ. η Βυζαντινή Αυτοκρατορία βίωνε μια από τις χειρότερες κρίσεις της έως τότε ιστορίας της. Ο αυτοκράτωρ Μαυρίκιος είχε άνανδρα δολοφονηθεί από τον σφετεριστή Φωκά, ο οποίος είχε αναλάβει και το πηδάλιο της Αυτοκρατορίας, οδηγώντας τη στο χάος και την καταστροφή. Το δύσκολο έργο της ανάστασης του κράτους ανέλαβε, σε καιρούς χαλεπούς, ο ηρωικός Ηράκλειος, ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες αυτοκράτορες στον υπερχιλιετή βίο της.
Ο Ηράκλειος ήταν γιος του στρατηγού Ηρακλείου. Γεννήθηκε το 575 μ.Χ. στην ελληνική Καππαδοκία. Ο πατέρας του είχε, υπό τις διαταγές των αυτοκρατόρων Μαυρικίου και Τιβερίου, πολεμήσει κατά των Περσών της Σασσανιδικής δυναστείας, προαιώνιων εχθρών της ελληνικής ανατολής. Είχε μάλιστα διακριθεί ιδιαίτερα στις πολεμικές επιχειρήσεις. Μετά την κατάληψη του φρουρίου Μαζαρόν είχε τιμηθεί από τον Μαυρίκιο με την ανάληψη της αρχιστρατηγίας στον πόλεμο κατά των Περσών.

Ύστερα από νέα νίκη του τιμήθηκε με τον τίτλο του εξάρχου της επαρχίας της Αφρικής. Διοικούσε δηλαδή όλη τη βορειοαφρικανική παράλια ζώνη, από το σημερινό Μαρόκο, ως και την Αίγυπτο. Από μικρός ο γιος του ενδόξου στρατηγού, έζησε από κοντά τον πόλεμο αν και δεν συμμετείχε άμεσα σε αυτό τον.
Τότε ξέσπασε το κίνημα του Φωκά, ενός άσημου ως τότε αξιωματικού, ο οποίος κινήθηκε προς την Κωνσταντινούπολη, την οποία και κατέλαβε. Ολόκληρη η αυτοκρατορική οικογένεια του οίκου του Μαυρικίου εξοντώθηκε από τον αιμοσταγή Φωκά.
Η πολιτική αλλαγή η οποία συνετελέσθη στην Κωνσταντινούπολη, έστω και με τέτοιο τρόπο, ήταν η αφορμή που επιζητούσε ο Πέρσης βασιλιάς Χοσρόης για να ξαναρχίσει τον κατά της Αυτοκρατορίας πόλεμο. Με πρόσχημα την εκδίκηση για τον θάνατο του Μαυρικίου, με τον οποίο είχε υπογράψει συνθήκη φιλίας, ο Χοσρόης διέταξε τα πολυπληθή του στρατεύματα να εισβάλουν στα αυτοκρατορικά εδάφη και να λεηλατήσουν τη χώρα. Την ίδια ώρα στο Βυζάντιο επικρατούσε διάλυση.
Ο Φωκάς χρησιμοποιούσε τον στρατό για να στηρίξει την εξουσία του και να επικρατήσει έναντι των απειράριθμων αντιπάλων του. Ένα κύμα τρομοκρατίας είχε καλύψει την αυτοκρατορία. Οι συλλήψεις και οι δολοφονίες αντιφρονούντων ήταν καθημερινά φαινόμενα. Μεταξύ των συλληφθέντων ήταν και η μητέρα και η μνηστή του μετέπειτα αυτοκράτορα Ηρακλείου. Στο μεταξύ οι Πέρσες προήλαυναν ανενόχλητοι.
Ο έξαρχος Αφρικής Ηράκλειος αντιδρώντας στη σύλληψη της συζύγου και της νύφης του, αλλά και ύστερα από συνεννοήσεις με τη σύγκλητο της Κωνσταντινούπολης, αποφάσισε να επιχειρήσει την εκθρόνιση του επικίνδυνου σφετεριστή. Αφού συγκρότησε στόλο και τον επάνδρωσε, έθεσε επικεφαλής τον ομώνυμο μεγαλύτερο γιο του και τον διέταξε να πλεύσει προς την Πόλη και να καταλύσει την τυραννία του Φωκά.
Αυτοκράτορας
Ο στόλος του Ηρακλείου απέπλευσε από τη βορειοαφρικανική ακτή και ύστερα από μακρόν πλου έφτασε στην Άβυδο του Ελλησπόντου. Η πανάρχαια αυτή ελληνική πόλη είχε καταστεί κέντρο της κατά του Φωκά «αντιπολίτευσης». Από τον εκεί στρατιωτικό διοικητή ο Ηράκλειος ενημερώθηκε για την επικρατούσα στην Πόλη κατάσταση και ύστερα από την ανεπίσημη στέψη του, από τον μητροπολίτη Κυζίκου, ανέλαβε δράση. Ο Ηράκλειος δεν επιτέθηκε άμεσα κατά της Πόλης γιατί κάτι τέτοιο ενδεχομένως θα ήταν υπέρ του Φωκά.
Αντ’ αυτού κινήθηκε πρώτα στην Ηράκλεια της Θράκης. Ο Φωκάς όταν έμαθε ότι τα αφρικανικά στρατεύματα έφτασαν στη Θράκη, πίστεψε ότι προφανώς θα δεχόταν επίθεση από ξηράς. Για αυτό ακριβώς ενίσχυσε τη χερσαία αμυντική γραμμή της Πόλης και ενίσχυσε τις φρουρές των χερσαίων τειχών. Ο Ηράκλειος όμως επιτέθηκε από τη θάλασσα, στις 30 Οκτωβρίου 610.
Την επομένη ο στόλος του νίκησε τον πιστό στον Φωκά στόλο και με την ενίσχυση των κατοίκων της Πόλης, οι οποίοι εξεγέρθηκαν κατά του Φωκά, εισήλθε νικητής πλέον στην Πόλη. Ο σφετεριστής είχε συλληφθεί και είχε θανατωθεί. Λίγο αργότερα ο Ηράκλειος ανακηρύχθηκε αυτοκράτωρ της Κωνσταντινουπόλεως.
Η κατάσταση που κλήθηκε να αντιμετωπίσει ο νέος αυτοκράτωρ ήταν τραγική. Η Αυτοκρατορία, εν πολλοίς, μόνο κατ΄ όνομα υφίσταντο. Το βόρειο σύνορο της, ο Δούναβης, είχε παραβιαστεί από τις Αβαροσλαβικές ορδές και οι Πέρσες του Χοσρόη λεηλατούσαν και παρέδιδαν στη φωτιά πόλεις ολόκληρες, ενώ την ίδια ώρα οι Λομβαρδοί επιτίθονταν στις ιταλικές κτήσεις της αυτοκρατορίας.
Ο Ηράκλειος όμως δεν ήταν σε θέση να αντιδράσει άμεσα. Ο Βυζαντινός Στρατός ήταν διαλυμένος, φάντασμα πραγματικό του παλαιού ενδόξου εαυτού του. Δεν υπήρχαν ούτε χρηματικοί πόροι. Ο Φωκάς για να στηρίξει την εξουσία είχε κατασπαταλήσει τα χρήματα των αυτοκρατορικών ταμείων. Το φρόνιμα τέλος του λαού, και των υπαρχόντων στρατιωτικών μονάδων, ήταν σε πτώση.
Χωρίς αμφιβολία ο πλέον επικίνδυνος για την ύπαρξη της αυτοκρατορίας εχθρός ήταν η Σασσανιδική Περσική Αυτοκρατορία. Για να κατορθώσει όμως ο Ηράκλειος να συγκεντρώσει το δυναμικό της Αυτοκρατορίας κατά των Περσών, όφειλε πρώτα να κλείσει τις λοιπές ανοικτές πληγές του κράτους. Οι ιταλικές κτήσεις αφέθηκαν να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο με τα ιδία μέσα.
Στο Βαλκανικό όμως μέτωπο, ο Ηράκλειος ανέλαβε διπλωματική πρωτοβουλία, προσεγγίζοντας τον Χάνο των Αβάρων και προσφέροντας του χρήματα, με αντάλλαγμα τη σύναψη συνθήκης ειρήνης. Παρόμοια προσπάθεια διπλωματικής συνεννόησης επιχείρησε ο Ηράκλειος και με τον Πέρση βασιλιά Χοσρόη, το 614 και το 617. Και οι δύο προσπάθειες όμως του Ηρακλείου προσέκρουσαν στην αδιαλλαξία του Χοσρόη, ο οποίος δεν δίστασε να αποκαλέσει τον Έλληνα Αυτοκράτορα «ευτελή και ηλίθιο δούλο του».
Καλούσε μάλιστα ο Χοσρόης τον Ηράκλειο να σπεύσει να τον προσκυνήσει. Και σαν να μην έφτανε αυτό, οι Πέρσες επιχείρησαν επίθεση κατά της Κωνσταντινούπολης. Αποκρούστηκαν όμως και υπέστησαν και απώλειες 4.000 ανδρών. Οι Πέρσες όμως, παρά την μικρής κλίμακας ήττας τους, συνέχισαν το καταστροφικό τους έργο στην Ανατολή.
Η Αντιόχεια κατελήφθη και κατεστράφη. Τμήματα του Περσικού Στρατού εισέβαλαν και στην Παλαιστίνη. Το 614 οι Πέρσες κατέλαβαν την πόλη. Υπολογίζεται ότι 90.000 χριστιανοί κάτοικοι βρήκαν τον θάνατο, κατά την άλωση. Η πόλη λεηλατήθηκε αγρίως και στα χέρια των εχθρών έπεσε ακόμα και ο Τίμιος Σταυρός, το ιερό σύμβολο της χριστιανοσύνης. Δύο χρόνια αργότερα έπεσε και η Αίγυπτος.
Βυζαντινή αντεπίθεση
Το έτος 616, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι, αποτελούσε το κατώτερο σημείο πτώσης της Αυτοκρατορίας. Οι Πέρσες είχαν φτάσει ως τη Χαλκηδόνα, στη μικρασιατική ακτή του Ελλησπόντου. Η Αίγυπτος, η Συρία και η Παλαιστίνη βρίσκονταν στα χέρια τους. Οι πόλεις της Μικράς Ασίας βρίσκονταν επίσης στη διακριτική τους ευχέρεια. Πολλές είχαν ήδη γνωρίσει τον περσικό πολιτισμό της φωτιάς και του ατσαλιού. Ο Ηράκλειος από την πλευρά του προσπάθησε και πάλι να έρθει σε συνεννόηση με τους Πέρσες.
Έστειλε λοιπόν πρέσβεις στον Πέρση στρατηγό, επικεφαλής των δυνάμεων που πολιορκούσαν τη Χαλκηδόνα. Ο Πέρσης στρατηγός φάνηκε διαλλακτικός και ανέλαβε να οδηγήσει προσωπικά τους Βυζαντινούς πρέσβεις ενώπιον του βασιλέως του Χοσρόη. Όταν όμως ο στρατηγός και οι πρέσβεις παρουσιάστηκαν στον Χοσρόη, αυτός έγδαρε ζωντανό τον στρατηγό του, γιατί τόλμησε να του προτείνει να ειρηνεύσει, και έριξε τους πρέσβεις στη φυλακή. Στον δε Ηράκλειο απάντησε με νέα επιστολή, μνημείο θράσους και κομπορρημοσύνης.
Μη έχοντας άλλη επιλογή ο αυτοκράτορας προσπάθησε να έλθει σε συνεννόηση με τον Χαν των Αβάρων, για να εξασφαλίσει το βόρειο σύνορο και να επικεντρώσει τις προσπάθειες του κατά των Περσών. Σε μια πρώτη απόπειρα επαφής όμως, ο Χάν προσπάθησε να τον αιχμαλωτίσει. Στο μεταξύ ο Αυτοκράτωρ πέρασε στην Ασία και επικεφαλής του στρατού του κινήθηκε προς την Καισάρεια της Καππαδοκίας.
Η πόλη ανακατελήφθη το 617 από τον στρατηγό Πρίσκο, οι οδηγούμενες από τον Ηράκλειο δυνάμεις όμως γνώρισαν την ήττα από τους Πέρσες, στην Αρμενία. Η κατάσταση εξακολουθούσε να διαγράφεται απελπιστική για την Αυτοκρατορία. Ακόμα και ο Ηράκλειος λύγισε και σκέφτηκε να επιστρέψει στην Καρχηδόνα, για να συνεχίσει από εκεί τον πόλεμο.
Ο πατριάρχης Σέργιος όμως έπεισε τον Αυτοκράτορα να παραμείνει και να αγωνιστεί. Βιαστικά εξαγοράστηκε η ειρήνη από τους βαρβάρους του Βορρά και άρχισαν εντατικές προετοιμασίες για την αντιμετώπιση των βαρβάρων της Ανατολής. Ο Αυτοκράτορας αποσύρθηκε στα ιδιαίτερα διαμερίσματα του σε μια έπαυλη έκτος της Πόλης και εκεί, με τους στενούς του συνεργάτες, μελετούσε κάθε λεπτομέρεια της επικείμενης εκστρατείας. Την ίδια ώρα οι στρατιωτικές δυνάμεις της Αυτοκρατορίας ανασυγκροτούνταν με ταχύ ρυθμό.
Η εκκλησία παραχώρησε τους θησαυρούς της, οι οποίοι εκποιήθηκαν και έγιναν χρήμα. Τελικά την 5η Απριλίου (δεύτερη μέρα του Πάσχα) του 622 ο Αυτοκράτωρ πέρασε επικεφαλής μικρού τμήματος στη Βιθυνία και με σημαία την Αχειροποίητο του Χριστού εικόνα, κινήθηκε προς την Καισάρεια. Εκεί βρισκόταν το κύριο στρατόπεδο του.
Όταν έφτασε δεν άρχισε αμέσως επιχειρήσεις αλλά συνέχισε την εκπαίδευση των ανδρών. Μόνο όταν είδε ότι ο στρατός του ήταν ετοιμοπόλεμος και διατηρούσε υψηλό ηθικό, μόνο τότε κίνησε προς συνάντηση των εχθρών. Λάτρης της πειθαρχίας ο ίδιος είχε κατορθώσει να αναστήσει την αυτοκρατορική μηχανή, δίδοντας σε κάθε περίπτωση το παράδειγμα στους άνδρες του. Έτρωγε μαζί τους, κοιμόταν μαζί τους και ασκείτο μαζί τους. Όπως ήταν φυσικό σύντομα είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη, τον θαυμασμό και την αγάπη των στρατιωτών του. Ήταν έτοιμοι να τον ακολουθήσουν ως τον θάνατο.
Στο μεταξύ η είδηση επανεμφάνισης του Αυτοκρατορικού Στρατού στη Μικρά Ασία, και μάλιστα με επικεφαλής τον Αυτοκράτορα, προκάλεσε έκπληξη στα βασιλικά ανάκτορα του Χοσρόη. Ο ηττημένος Αυτοκρατορικός Στρατός, ως άλλος Φοίνικας, επανεμφανιζόταν από το πουθενά, στην καρδία της Μικράς Ασίας. Θορυβημένος ο Πέρσης μονάρχης διέταξε τον στρατηγό Σάρβαρο (ή Σαρβαραζόν, ή Σαχμπαράζ) να εγκαταλείψει τη Χαλκηδόνα και να σπεύσει να αντιμετωπίσει τον Ηράκλειο.
Με μια σειρά επιδέξιων ελιγμών όμως, ο Ηράκλειος κατόρθωσε να βγει κερδισμένος σε στρατηγικό επίπεδο. Στις πρώτες μικροσυκρούσεις μάλιστα οι Βυζαντινοί κατανίκησαν τους εχθρούς τους. Το ηθικό του Περσικού Στρατού έπεφτε αργά αλλά σταθερά. Τελικά οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στην κοιλάδα του ποταμού Άλη. Ο Περσικός Στρατός τάχθηκε για μάχη συμβατικά. Ένα όμως απόσπασμα εκλεκτού ιππικού τους τάχθηκε σε ενέδρα στο άκρο δεξιό της περσικής παράταξης.
Ο Σάρβαρος σκόπευε να αφήσει τους Βυζαντινούς να κινηθούν εναντίον του και στην κρίσιμη στιγμή θα εξορμούσε το ενεδρεύον τμήμα κατά του αριστερού πλευρού τους. Ο Ηράκλειος όμως δεν επαλήθευσε τις προσδοκίες του. Έστειλε ελαφρά τμήματα να παρενοχλούν τον εχθρικό στρατό. Οι Πέρσες παρασύρθηκαν και επιτέθηκαν κατά των ελαφρών βυζαντινών τμημάτων, τα οποία τράπηκαν σε προσποιητή φυγή. Καθώς οι Πέρσες κινούνταν ασύνταχτα αντίκρισαν εμπρός τους το σύνολο του Αυτοκρατορικού Στρατού έτοιμο για μάχη.
Πανικοβλημένοι και με τον ήλιο να τους τυφλώνει, δέχτηκαν την έφοδο των Βυζαντινών και τράπηκαν σε άτακτη φυγή. Ο στρατός του Σαρβάρου αφανίστηκε. Χιλιάδες άνδρες σκοτώθηκαν και οι επιζώντες εγκατέλειψαν έντρομοι τη Μικρά Ασία. Με ένα μόνο κτύπημα ο Ηράκλειος είχε κατορθώσει να απελευθερώσει ολόκληρη τη Μικρά Ασία.
Η επιτυχία αυτή, πέρα από το πρακτικό αποτέλεσμα της απελευθέρωσης των πλούσιων αυτοκρατορικών επαρχιών, είχε και σοβαρή επίπτωση όσον αφορά την αναπτέρωση του ηθικού του Αυτοκρατορικού Στρατού. Οι Βυζαντινοί στρατιώτες, οι οποίοι είχαν φτάσει σε σημείο να θεωρούν τους Πέρσες αήττητους, μετά τη μάχη γονάτισαν και με δάκρυα στα μάτια ευχαριστούσαν τον Θεό και «τω στρατηγήσαντι καλώς βασιλεί».
Ο Ηράκλειος αφού ενίσχυσε τη φρουρά της Πόλης, επέστρεψε την άνοιξη του 623 στη Μικρά Ασία και την 25η Απριλίου εισέβαλε στο περσικό έδαφος. Ο Χοσρόης σε απάντηση εξετέλεσε τους φυλακισμένους Βυζαντινούς πρέσβεις και ετοιμάστηκε να αντιμετωπίσει τον γενναίο του αντίπαλο. Δίχως να διαστάσει ο Ηράκλειος, μόλις έμαθε ότι είχε απέναντι του τον ίδιο τον Χοσρόη, επιτέθηκε αμέσως κατά της πόλεως Γαυζακού, στην οποία στάθμευε ο Χοσρόης με 40.000 άνδρες.
Ο Πέρσης βασιλιάς όμως δεν στάθηκε να αντιμετωπίσει τον Ηράκλειο, αλλά το έβαλε στα πόδια αφήνοντας την πόλη και τον στρατό του στην τύχη τους. Οι Βυζαντινοί κυρίευσαν με έφοδο την πόλη και κατέστρεψαν τις εχθρικές δυνάμεις. Συνεχίζοντας την πορεία του ο Αυτοκρατορικός Στρατός κατέλαβε και την πόλη Θηβορμαίδα (ιερή πόλη των Περσών) και την κατέστρεψε, εκδικούμενος την καταστροφή των Ιεροσολύμων. Κατόπιν ο Αυτοκρατορικός Στρατός διαχείμασε στην περιοχή του Καυκάσου.
Ο Χοσρόης επίσης άρχισε να συγκεντρώνει δυνάμεις για να συντρίψει τον Ηράκλειο. Συγκροτήθηκαν τρεις ισχυρές περσικές στρατιές, υπό τους Σάρβαρο, Σαήν και Σαραβάγλα. Σκοπός του Πέρση βασιλιά ήταν να περικυκλώσει τον Αυτοκρατορικό Στρατό και να τον καταστρέψει. Όχι μόνο δεν το κατόρθωσε όμως αλλά ο Ηράκλειος ελισσόμενος με τον στρατό του κατόρθωσε να ξεφύγει από τον κλοιό και να εκμηδενίσει, με αιφνιδιαστική επίθεση και τη μια περσική στρατιά.
Ο Πέρσης στρατηγός Σαραβάγλας σκοτώθηκε. Αμέσως μετά ο Ηράκλειος επιτέθηκε κατά της στρατιάς του Σαήν και τη νίκησε επίσης. Κατόπιν αιφνιδίασε και την άλλη περσική στρατιά και κατέλαβε αιφνιδιαστικά την πόλη Βαν. Ο Πέρσης στρατηγός για να αποφύγει την αιχμαλωσία πήδηξε γυμνός σε ένα άλογο και τράπηκε σε φυγή μέσα στη νύκτα.
Η Επίθεση των Αβάρων κατά της Πόλης και η τελική νίκη
Με τις δύο άκρως επιτυχημένες εκστρατείες του ο Ηράκλειος είχε κατορθώσει να μεταβάλει άρδην τη δυσμενή για την Αυτοκρατορία κατάσταση. Είχε μάλιστα εκ νέου προτείνει ειρήνη στον Χοσρόη. Ο Πέρσης όμως και πάλι απέρριψε τις προτάσεις του. Τη λύση θα έδιναν τα όπλα. Ο Αυτοκρατορικός Στρατός, εξασθενισμένος από την αποχώρηση των συμμαχικών αποσπασμάτων των Λάζων και Άβασγων, βρισκόταν εντούτοις σε πλεονεκτική θέση, στρατηγικά.
Το άνθος του Περσικού Στρατού είχε συντριβεί. Τρεις στρατιές Περσών δεν είχαν κατορθώσει να νικήσουν μια βυζαντινή. Το 625 νέα μάχη έλαβε χώρα κοντά στον Ευφράτη. Ο γενναίος Πέρσης στρατηγός Σάρβαρος πολεμούσε στην πρώτη γραμμή και βλέποντας τον Ηράκλειο να κάνει το ίδιο στράφηκε στον αυτόμολο Κοσμά και του είπε: «οράς τον Καίσαρα, ω Κοσμά, ως θρασύς προς τη μάχη ίσταται και προς τοσούτον πλήθος μόνος αγωνίζεται και ως άκμων τας βολάς αποπτύει;»!
Τελικά οι Πέρσες υποχώρησαν και ο Ηράκλειος επέστρεψε στη Σεβάστεια όπου και διαχείμασε με τον κατάκοπο αλλά ένδοξο νικητή στρατό του. Όταν όμως πληροφορήθηκε τις μυστικές διαπραγματεύσεις μεταξύ του Χαν των Αβάρων και του Χοσρόη έσπευσε να στείλει νέες ενισχύσεις στην Κωνσταντινούπολη. Παράλληλα σχημάτισε μια νέα στρατιά, την οποία έθεσε υπό τον αδερφό του Θεόδωρο, με αποστολή την άμυνα της Μικράς Ασίας. Ο ίδιος με 30.000 περίπου μαχητές θα πολεμούσε τον Χοσρόη.
Ο Αυτοκράτωρ προσπάθησε και κατόρθωσε να προσεταιρισθεί τον Χαν των Χαζάρων Τούρκων, ο οποίος του διέθεσε 40.000 μαχητές. Στην κρίσιμη στιγμή οι «πολεμικότατοι» Τούρκοι λιποτάκτησαν και άφησαν τη μικρή βυζαντινή στρατιά μόνη εντός εχθρικού εδάφους, απέναντι σε τετραπλάσιες εχθρικές δυνάμεις.
Στο μεταξύ ο Χαν των Αβάρων επιτέθηκε κατά της Κωνσταντινούπολης (626 μ.Χ.). Τόσο κατά ξηρά , όσο και κατά θάλασσα όμως οι προσπάθειες του απέτυχαν και ο στρατός και ο στόλος του συνετρίβησαν οριστικά. Ο Ηράκλειος πληροφορήθηκε τα γεγονότα, χωρίς όμως να μπορεί να επηρεάσει την εξέλιξη τους, από την Αρμενία όπου βρισκόταν. Στο μεταξύ ο Θεόδωρος κατανίκησε τη στρατιά του Πέρση στρατηγού Σαήν και εξασφάλισε τη Μικρά Ασία.
Την ίδια ώρα ο Ηράκλειος με τη μικρή του στρατιά βάδιζε στην Ασσυρία, στην καρδία της Σασσανιδικής Αυτοκρατορίας. Ο Χοσρόης είχε φυσικά συγκροτήσει νέες δυνάμεις, οι οποίες υπό τον γενναίο Ραζάτη, έσπευδαν να πολεμήσουν τους Βυζαντινούς. Η κρίσιμη μάχη, η κρισιμότερη όλου του πολέμου, δόθηκε κοντά στην αρχαία ασσυριακή πρωτεύουσα Νινευή.
Ήταν Δεκέμβριος και το ψύχος ήταν ισχυρό. Οι Βυζαντινοί ήταν λιγότεροι και βρίσκονταν πολύ μακριά από τις βάσεις εφοδιασμού τους. Όλοι όμως από τον τελευταίο στρατιώτη, ως τον Αυτοκράτορα, ήταν βέβαιοι για τη νίκη. Εκεί κοντά άλλωστε 958 έτη πριν οι Έλληνες του Αλεξάνδρου είχαν συντρίψει τους Πέρσες του Δαρείου. Οι οιωνοί ήταν άριστοι.
Τη 12η Δεκεμβρίου οι δύο στρατοί βρίσκονταν αντιμέτωποι. Ένας Πέρσης πολεμιστής εξήλθε των γραμμών και προκάλεσε σε μονομαχία «πάντα βουλόμενον εκ των Βυζαντινών». Αμέσως έσπευσε εναντίον του ο Ηράκλειος, ιππεύοντας το περήφανο άτι του τον Δάρκωνα. Σε λίγο ο Πέρσης ήταν νεκρός. Νέα πρόκληση και νέα ομηρική μονομαχία είχε το ίδιο αποτέλεσμα.
Όταν οι Πέρσες στρατιώτες εφόρμησαν κατά του νικητή Ηρακλείου και τραυμάτισαν αυτόν και το άλογο του, οι στρατιώτες του Ηρακλείου αντεπετέθησαν και η μάχη γενικεύτηκε. Όταν έληξε, εννέα ώρες αργότερα, ο περσικός στρατός δεν υπήρχε πλέον, αν και ήταν διπλάσιος του Βυζαντινού . Σύμφωνα με τον Θεοφάνη, στη μάχη έπεσαν όλοι οι Πέρσες αξιωματικοί και 50.000 Πέρσες. Στα χέρια των νικητών έπεσαν πλούσια λάφυρα καθώς και 28 περσικά λάβαρα. Οι απώλειες των Βυζαντινών ήταν αμελητέες.
Η νίκη αυτή σηματοδότησε και το ουσιαστικό τέλος του πολέμου. Ο Χοσρόης όμως επέμενε να συνεχίζει έναν άσκοπο αγώνα. Οι Πέρσες όμως είχαν αντίθετη γνώμη. Κουρασμένοι από τις συνεχείς ήττες τον ανέτρεψαν και έδωσαν τον θρόνο στον γιό του Σιρόη.
Ο Χοσρόης σκοτώθηκε και ο νέος Πέρσης βασιλιάς συνομολόγησε συνθήκη ειρήνης με την Αυτοκρατορία, παραδίδοντας όλα τα κατακτημένα εδάφη και τον Τίμιο Σταυρό. Ο Ηράκλειος ήταν νικητής και επέστρεψε στην Πόλη όπου ύψωσε τον Τίμιο Σταυρό. Στις 14 Σεπτεμβρίου του 629 μ.Χ. ύψωσε τον Σταυρό και στην πόλη των Ιεροσολύμων.

Σχόλια