ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η Βυζαντινή αυτοκρατορία αρχίζει το 330 μ.χ., όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος μεταφέρει την πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στα παράλια του Βοσπόρου και θεμελιώνει την πόλη που πήρε και το όνομα του την Κωνσταντινούπολη. Το 395 μ.χ. ο Θεοδόσιος Β' ανακηρύσσει σαν επίσημη θρησκεία του κράτους τον Χριστιανισμό. Η Βυζαντινή νομισματοκοπία θεωρούμε ότι αρχίζει με τον θάνατο του Θεοδοσίου Β'.
Πόσο σημαντικό ήταν το Βυζαντινό νόμισμα? Το βλέπουμε από τα αποσπάσματα πού ακολουθούν και είναι από το έργο του γεωγράφου μοναχού και πρώην εμπόρου Κοσμά του Ινδικοπλεύστη, πρώτο μισό του 6ου αιώνα :
"Ο ηγεμόνας της Κεϋλάνης δέχτηκε σε ακρόαση ένα Βυζαντινό έμπορο, το Σώπατρο και μερικούς Πέρσες. Τους είπε να καθίσουν και τους ρώτησε πώς είναι οι υποθέσεις τους και ποιος από τους ηγεμόνες τους είναι ο πλέον ξακουστός και ισχυρός, ο Ιουστινιανός ή ο Χοσρόης; Ο γεροντότερος από τους Πέρσες απάντησε: 'Ο δικός μας είναι ο πιο ξακουστός και πλούσιος. Είναι ο ηγεμόνας των ηγεμόνων και έχει τη δύναμη να κινεί ό,τι επιθυμεί'. Τότε ο ηγεμόνας ρώτησε το Σώπατρο, 'εσύ τι έχεις να πεις γι' αυτό'; Και ο Σώπατρος απάντησε: 'Αν η μεγαλειότητά σου επιθυμεί να μάθει την αλήθεια, εξέτασε και τους δύο βασιλιάδες μας που είναι εδώ μπροστά σου. Έτσι θα καταλάβεις ποιος είναι στ' αλήθεια ο σπουδαιότερος και ισχυρότερος'. 'Αλλά πως είναι δυνατόν να έχω τους βασιλιάδες εδώ'; ρώτησε ο ηγεμόνας. Και ο Σώπατρος απάντησε: ' Έχεις μπροστά σου τα νομίσματα και των δύο. Εδώ το νόμισμα του ηγεμόνα μου και εκεί του δικού τους. Εξέτασε προσεκτικά τις μορφές τους και θα καταλάβεις την αλήθεια'.
Ο ηγεμόνας αφού τα εξέτασε με προσοχή κατάλαβε πως αναμφίβολα οι Βυζαντινοί πρέπει να ήταν σπουδαίος, αποφασιστικός και πανέξυπνος λαός και διέταξε να γίνουν μεγάλες τιμές στον Σώπατρο. Τον ανέβασαν σ' έναν ελέφαντα και τον περιέφεραν στην πόλη υπό τον θριαμβευτικό ήχο τύμπανων.
Σε κάποιο άλλο σημείο του έργου του ο Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης λέγει :
«Ετερον δε σημείον δυναστείας των Ρωμαίων ο αυτοίς κεχάρισται ο Θεός, λέγω δη ότι εν τω νομίσματι αιτών εμπορεύονται πάντα τα έθνη και εν παντί τόπω απ' άκρου γης έως άκρου γης δεκτόν εστι, θαυμαζόμενον παρά παντός ανθρώπου και πάσης βασιλείας, όπερ ετέρα βασιλεία ουχ υπάρχει το τοιούτο». Το βυζαντινό νόμισμα περιγράφεται δηλαδή ως θείο δώρο και χαρακτηρίζεται ως διεθνής νομισματική μονάδα, κατάλληλη για τη διεκπεραίωση μεγάλων εμπορικών συναλλαγών.
Τα νομίσματα είναι η οπτική καταγραφή της ανθρώπινης εμπειρίας. Είναι μία λιγότερο περιγραφική μορφή απ' ό,τι η λογοτεχνία ή η ιστορία που προκύπτει μετά από πολύ προσεκτική ανάλυση. Τα νομίσματα δεν έχουν ελαττωματική μνήμη ούτε και συγχέουν το ένα πρόσωπο με το άλλο. Μας δίνουν τις ίδιες πληροφορίες που έδιναν και σε κάποιον που ζούσε την εποχή της έκδοσής τους. Αν υπάρχει ένα νόμισμα το οποίο να αποτελεί πιστό μάρτυρα της κοσμοθεωρίας της εποχής που αντιπροσωπεύει, αυτό είναι του Βυζαντίου. Αυτή η μαρτυρία δεν είναι συμπτωματική αλλά ηθελημένη, γιατί μ' αυτόν τον τρόπο η κεντρική εξουσία αποτύπωνε μηνύματα προς τους υπηκόους της αλλά και τους άλλους λαούς που το χρησιμοποιούσαν ως διεθνή μονάδα συναλλαγών για αιώνες. Στα Βυζαντινά νομίσματα δε βρίσκουμε την υψηλή αισθητική απόλαυση μικρών έργων τέχνης όπως συμβαίνει με τα αρχαιότερά τους Ελληνικά. Ούτε και μπορούν να συγκριθούν καλλιτεχνικά με αυτά της Ελληνιστικής εποχής τα οποία κοσμούνται με τα υπέροχα πορτραίτα των Επιγόνων, παράδοση προσωπογραφίας που βρήκε τη συνέχειά της στην Ρωμαϊκή τέχνη και νομισματική με τα αυστηρά, πιστά αλλά και κάπως ψυχρά πορτραίτα των Ρωμαίων Καισάρων. Η γοητεία των Βυζαντινών εντοπίζεται στη μελέτη των λεπτομερειών τους, το συμβολισμό ο οποίος εκφράζεται μέσω αυτών και στην απόλυτη σύνδεσή τους με την μακρόχρονη ιστορία του μεσαιωνικού Ελληνικού κόσμου.
Το κύρος του χρυσού βυζαντινού νομίσματος, του σόλιδου, αλλά και των άλλων υποδιαιρέσεων ήταν μεγάλο και οι προσπάθειες απομίμησής τους πολλές. Σε ό,τι αφορά τη Δυτική Ευρώπη, οι εισβολείς που την απομάκρυναν από το ρωμαϊκό παρελθόν της προσπάθησαν και κατάφεραν να μιμηθούν το βυζαντινό σόλιδο, άλλοτε με περισσότερη και άλλοτε με λιγότερη επιτυχία. Γότθοι της Ιταλίας, Βησιγότθοι της Ιβηρικής Χερσονήσου, Λομβαρδοί, Γαλάτες, πρίγκιπες Μεροβιγκιανοί αλλά και αργότερα Βαράγγοι και άλλοι μισθοφόροι του βυζαντινού στρατού μιμήθηκαν κατά περίπτωσιν το χρυσό, ασημένιο ή χάλκινο βυζαντινό νόμισμα και σταδιακά ανέπτυξαν τη δική τους νομισματοκοπία. Παράλληλα, ο καθαρόαιμος βυζαντινός σόλιδος γνώρισε εξαιρετικά μεγάλη ζήτηση στις περιοχές αυτές.
Eίναι χαρακτηριστικό ότι στις διεθνείς συναλλαγές θα σηματοδοτείται και θ’ αποδοθεί από τη ρίζα της λέξης «βυζαντινόν». Aπό τις σταυροφορίες μάλιστα και μετά, «besant» θ’ αποκαλείται κάθε χρυσό νόμισμα. Aκόμη και τ’ αραβικά (besant sarrasin). O όρος θα εδραιωθεί από τους Iταλούς εμπόρους και θα ενισχυθεί σε μια δεύτερη φάση από τη δική τους εμπορική και νομισματική φερεγγυότητα.
Η κυκλοφορία του σόλιδου στον αραβικό κόσμο ήταν σχεδόν αποκλειστική ως τη νομισματική μεταρρύθμιση του χαλίφη Abd al Malik (685-705), μια μεταρρύθμιση που εμπνεύστηκε ιδιαίτερα από το βυζαντινό νομισματικό σύστημα και η οποία στα πρώτα βήματά της ακολούθησε την εικονογραφία των βυζαντινών νομισμάτων. Πολιτικοί και εμπορικοί ανταγωνισμοί, κυρίως όμως θρησκευτικές και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, γρήγορα οδήγησαν τον αραβικό κόσμο στην καθιέρωση της δικής του νομισματικής εικονογραφίας. Ωστόσο, ο σχετικά σημαντικός αριθμός των βυζαντινών νομισμάτων, κυρίως ασημένιων και χάλκινων με αραβικές επισημάνσεις, υποδηλώνει ότι το βυζαντινό νόμισμα αποτελούσε πολύτιμη επένδυση σε αυτή την περιοχή. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση των νομισματικών εκδόσεων ορισμένων τουρκομάνων ηγεμόνων, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι σε περιοχές που σήμερα αντιστοιχούν στη Βόρεια Συρία και στο Ιράκ. Πολλές από τις νομισματικές αυτές εκδόσεις, που χρονολογούνται στον 12ο αιώνα, φέρουν παραστάσεις άμεσα επηρεασμένες από σύγχρονα ή παλαιότερα βυζαντινά νομίσματα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης και οι λατινικές απομιμήσεις, τα χάλκινα δηλαδή νομίσματα, τα οποία κόπηκαν από τους λατίνους κατακτητές της Κωνσταντινούπολης (1204-1261) σε απομίμηση των βυζαντινών νομισματικών εκδόσεων του 12ου αιώνα. Η έκδοσή τους καθιερώθηκε για πρακτικούς λόγους και απέβλεπε, πέρα από πολιτικές σκοπιμότητες, στη διευκόλυνση των εμπορικών συναλλαγών σε μια περιοχή που είχε κατακλυστεί από αλλοδαπούς επιχειρηματίες, στα όρια της άλλοτε Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Η Οικονομική δύναμη της αυτοκρατορίας, ο σόλιδος, ως διεθνές νόμισμα συναλλαγών έφτασε σε μέρη πολύ μακρινά από την Κωνσταντινούπολη. Μέσω των εμπορικών δρόμων θησαυριζόταν στην Σκανδιναβία όπως και σε όλες τις ηγεμονίες της άναρχης δυτικής Ευρώπης που για αιώνες ξέπεσε στο σκοτάδι μετά την Ρωμαϊκή κυριαρχία αλλά και στη βόρεια Αφρική και σε όλη την εγγύς Ανατολή. Μια πτυχή που είναι ελάχιστα γνωστή είναι η αλλεπάλληλες προσπάθειες που καταβλήθηκαν με την αποστολή πρεσβειών μεταξύ της Κωνσταντινούπολης και της Κινεζικής αυτοκρατορίας. Για την επιτυχή Βυζαντινο-Κινεζική επικοινωνία εύγλωττη μαρτυρία αποτελούν οι σόλιδοι που βρέθηκαν στην Κίνα τις τελευταίες δεκαετίες.
Το γεγονός ότι τα Βυζαντινά νομίσματα έρχονται δεύτερα στον αριθμό, μετά τα Σασσανιδικά, μεταξύ των ξένων νομισμάτων αποδεικνύει ως ένα βαθμό τη σπουδαιότητα της εμπορικής σχέσης της Κωνσταντινούπολης με την Κίνα. Μέχρι σήμερα έχουν βρεθεί 32 νομίσματα και απομιμήσεις Βυζαντινής έμπνευσης. Εδαφικά τα νομίσματα βρέθηκαν αποκλειστικά στην βόρεια Κίνα στις επαρχίες Xinjiang, Iner Mongolia, Ningxia, Ganςu, Σhenxi, Hebei ενώ κανένα δεν έχει βρεθεί μέχρι στιγμής στην νότια Κίνα κάτω από τον ποταμό Yangtze, όλα δε χρονολογικά ανήκουν στην περίοδο από τον Θεοδόσιο ΙΙ (408-450) έως και τον Κωνσταντίνο Ε' (741-775), δηλαδή από το πρώτο μισό του 5ου αιώνα ως το δεύτερο μισό του 8ου αιώνα. Τα περισσότερα από αυτά κυκλοφορούσαν και θάφτηκαν την ίδια περίοδο. Οι παρατηρήσεις αυτές έρχονται σε συμφωνία με τις ανταλλαγές ανάμεσα στην κεντρική Ασία και την Κίνα από τη μια μεριά και την Δύση από την άλλη. Η ροή των νομισμάτων θα πρέπει να έγινε από τον μεσαίο δρόμο του Μεταξιού μέσω Περσίας λαμβάνοντας υπόψη την σημασία αυτής της διαδρομής στο εμπόριο. Έτσι φαίνεται πως τα βυζαντινά νομίσματα προωθούνταν κυρίως μέσω Περσών και Σογδιανών εμπόρων.
Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς τα νομίσματα της Κωνσταντινούπολης άρχισαν να εισρέουν στην Κίνα, τα Κινεζικά χρονικά μας πληροφορούν πως στις αρχές της δυναστείας των βόρειων Zhou (557-580 μ.Χ.) κυκλοφορούσαν χρυσά και αργυρά νομίσματα που ήταν ανεκτά από την τοπική κυβέρνηση. Έχει εξακριβωθεί πως τα χρυσά ήταν Βυζαντινά και τα αργυρά Σασσανιδικά. Υπάρχει το ερώτημα της πλήρους απουσίας, ως σήμερα, νομισμάτων στη νότια Κίνα, πιθανώς όμως επειδή το εμπόριο στα νότια ήταν στα χέρια Μαλαίων και Ινδονήσιων η ροή μπορούσε να παραμείνει μόνο στο βορά. Εκτός αυτού η κυκλοφορία των σόλιδων παρέμενε μεταξύ των πλούσιων και των αριστοκρατών των κρατιδίων του δρόμου του Μεταξιού όπως και των βασιλείων της βόρειας Κίνας δεδομένου πως των Βυζαντινών στέλνονταν μέσω του χερσαίου δρόμου και οι επαφές γίνονταν στο επίπεδο των υψηλών αξιωματούχων κατά μήκος της διαδρομής.
Ο χρυσός σόλιδος ονομάστηκε από ορισμένους ιστορικούς "δολάριο του Mεσαίωνα" και ο ετεροχρονισμός είναι ακριβής. Γιατί ο σόλιδος, το χρυσό νόμισμα των Bυζαντινών, για 800 περίπου χρόνια, κυριάρχησε στις γνωστές αγορές του κόσμου. Aπό την καθιέρωσή του επί M. Kωνσταντίνου μέχρι τον 11o - 12ο αιώνα, που διατηρήθηκε ανόθευτο, απέκτησε μια μυθική αίγλη. Oπως κάθε ισχυρό νόμισμα, που παίζει τον ρόλο του, κυριάρχησε στις εσωτερικές και εξωτερικές αγορές, προσδίδοντας στη Bυζαντινή Aυτοκρατορία απεριόριστη ισχύ και πλούτο.
Η ανακατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως το 1261 από τον Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο άνοιξε καινούργιο κεφάλαιο ουσιαστικά τον επίλογο στην ιστορία της βυζαντινής νομισματικής. Η περίοδος ως το 1453 γνώρισε αρκετές αναπροσαρμογές οικονομικής και νομισματικής φύσεως, οι οποίες προήλθαν από τον συνδυασμό πολλών εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων. Η σταδιακή εδαφική συρρίκνωση της αυτοκρατορίας, η γεωγραφική ασυνέχεια των διάφορων περιοχών της, η περίπλοκη πολιτική και δυναστική ιστορία της περιόδου που περιστρεφόταν μηχανικά και αδέξια γύρω από μια συνεχή προσπάθεια ανάκτησης της παλιάς εδαφικής επικράτειας, ο πλουραλισμός της νομισματικής κυκλοφορίας κυρίως στον ελλαδικό και νησιωτικό χώρο, η έντονη διείσδυση δυτικού χρήματος και η οριστική μετατόπιση της εμπορικής δραστηριότητας σε δυτικά χέρια είναι μερικά από τα στοιχεία που προκάλεσαν αυτές τις ανακατατάξεις και τα οποία οδήγησαν σταδιακά στην παρακμή του βυζαντινού νομισματικού συστήματος.
| |
Περίοδοι της Βυζαντινής νομισματοκοπίας
|
Τη Βυζαντινή νομισματοκοπία θα μπορούσαμε να την χωρίσουμε σε τέσσερις περιόδους :
Η 1η περίοδος είναι από το 395 μέχρι τα μέσα του 8ου αιώνα.
Η 2η περίοδος αρχίζει στα χρόνια του Ιουστινιανού Β' μέχρι τη μεταρρύθμιση του Αλεξίου (1092).
Η 3η περίοδος είναι από το 1092 μέχρι το 1261. Στα 1204 έχουμε την άλωση της Πόλης από τους σταυροφόρους. Το θέμα όμως αυτό δεν αναφέρετε εδώ, αλλά θα το δούμε στο επόμενο κεφάλαιο.
Η 4η περίοδος είναι από το 1261 μέχρι το 1453 όπου και αλώθηκε η Πόλη από τους Τούρκους.
Περίοδος πρώτη
Η περίοδο αυτή παρουσιάζεται σαν η περίοδο του αυτοκράτορα-στρατιώτη, προστάτη της πίστης και της σωτηρίας της οικουμένης από την ειδωλολατρία, όπου η απεικόνισή του είναι συνήθως με στρατιωτική στολή και επιγραφές όπως Imperator Militanς ή Salvator Mundi ενώ ταυτόχρονα την ίδια εποχή επέρχεται ο εκχριστιανισμός της ειδωλολατρικής νομισματικής εικονογραφίας.
Η βασική παράσταση των βυζαντινών νομισμάτων είναι η προτομή του αυτοκράτορα χωρίς ιδιαίτερα προσωπικά χαρακτηριστικά . Πορτρέτα έχουμε μόνο από τους αυτοκράτορες Φωκά, Λεόντειο, Λέοντα Γ', Κωνσταντίνο Ζ' και Κωνσταντίνο Η'. Υπάρχουν διάφορες παραλλαγές ανάλογα με την περίοδο , έτσι θα δούμε τον αυτοκράτορα με στρατιωτική περιβολή και την νίκη σε εμπροσθότυπο και οπισθότυπο αντίστοιχα , για να φτάσουμε στην κυρίαρχη άποψη της περί ελέω θεού βασιλείας και θα δούμε στα νομίσματα τον αυτοκράτορα να κρατά σταυροφόρο σφαίρα στον εμπροσθότυπο και άγγελο στον οπισθότυπο. Βλέπουμε επίσης παραστάσεις του αυτοκράτορα με τους συναυτοκράτορες.
Επί Τιβερίου Κωνσταντίνου (578-582) , εμφανίζετε για πρώτη φορά ο σταυρός επάνω σε βαθμιδωτή βάση , για τον σόλιδο. Στα σημίσια ο σταυρός υψώνετε επάνω σε σφαίρα και στα τρημίσια επάνω σε απλή βάση. Σαν θέμα ο σταυρός σταματάει επί Ηρακλείου (610 - 641) και έπειτα επανέρχεται μέχρι την εικονομαχία.
Κατά την πρώτη περίοδο το χρυσό νόμισμα ήταν ο σόλιδος (solidus = σταθερός), το οποίο είχε βάρος 4.48 γρ., καθαρότητα 24 καράτια και ισοδυναμούσε με 24 αργυρές siliquae ή 1/72 της Ρωμαϊκής λίτρας ή 24 κεράτια ή 6000 λεπτά. Το κεράτιο και το λεπτό ήταν μονάδες υπολογισμού. Πολλαπλάσια του σόλιδου κυκλοφόρησαν μόνο μερικές αναμνηστικές κοπές. Υποδιαιρέσεις του σόλιδου ήταν το σημίσιο (semissis , ένα δεύτερο) και τρημίσιο (tremissis , ένα τρίτο). Κόπηκαν και ελαφροί σόλιδοι από Ιουστινιανό μέχρι τον κων/νο Δ΄ με ένδειξη σε siliquae.
Ο άργυρος την περίοδο αυτή χρησιμοποιούνταν μόνο για αναμνηστικές κοπές. Μονάδες του ήταν η siliqua (2gr) και το μιλιαρήσιο (miliarense), το οποίο αντιστοιχούσε σε 24 φολείς ή 1/12 του σόλιδου, επίσης ήταν και το εξάγραμμο (6,82 γρ.) που το εισήγαγε ο Ηράκλειος (610-641) και κοβόταν μέχρι τα τέλη του 7ου αιώνα.
Τα χάλκινα όπως τα διαμόρφωσε ο Αναστάσιος έχουν σαν μονάδα τον φόλλι (1/288 του σόλιδου), βάρους 9 γραμμαρίων, ο οποίος ισούται με 40 νούμια , (τα νούμια ήταν το προϋπάρχον χάλκινο νόμισμα το οποίο κοβόταν σε διάφορα πολλαπλάσια). Φόλλις κόβονταν και σε υποδιαιρέσεις των 20, 10, και 5 νουμίων. Ο Ιουστινιανός αύξησε το βάρος του φόλλι στα 25 γρ. αυτό όμως δεν κράτησε πολύ. Το 498 ορίστηκε 180 φολλίς να ισούνται με 1 σόλιδο. Γύρω στο 700 το νούμιο παραμένει σαν μονάδα μέτρησης και σταματάει η κυκλοφορία του σαν νόμισμα.
Περίοδος δεύτερη
Η περίοδο αυτή είναι του αυτοκράτορα-τοποτηρητή του Χριστού επί της Γης, την οποία εγκαινιάζει ο Ιουστινιανός ο Β' και κατά την οποία για πρώτη φορά η μορφή του Χριστού εμφανίζεται σε νόμισμα. Η επιγραφή του νομίσματος καθορίζει και το νέο ρόλο του αυτοκράτορα. Ο Χριστός είναι Rex Regnantium, ο Βασιλεύς των Βασιλέων δηλαδή Εκείνος ο οποίος καθορίζει την επουράνιο και επίγειο αρχή ορίζων τον αυτοκράτορα Servuς Chriςti, τοποτηρητή επί της Γης. Για μια περίοδο οι εικονομάχοι αυτοκράτορες καταργούν την εικόνα του Χριστού και την αντικαθιστούν με το πορτραίτο του διαδόχου ή άλλων μελών της δυναστείας. Με την απομάκρυνση της εικόνας του Χριστού διευρύνονται τα όρια της εξουσίας τους και αυξάνουν το κύρος τους έναντι της εκκλησίας.
Κατά την ίδια εποχή αναπτύσσεται και η καλλιέργεια της μίμησης της Ελληνιστικής κληρονομιάς μια γενική ανανέωση της τέχνης και της νομισματικής ως ένα βαθμό, που δείχνει τάσεις επιστροφής στα νατουραλιστικά πρότυπα των Ελληνιστικών χρόνων προσαρμοσμένα πάντα στα αυστηρά πλαίσια της θρησκευτικής εικονογραφίας. Με το τέλος της εικονομαχίας η εικόνα του Χριστού θα επανέλθει θριαμβευτικά και πάλι. Τον 9ο αιώνα αρχίζει η περίοδος του αυτοκράτορα - ημίθεου προικισμένου με υπερφυσικές ιδιότητες που μεταδίδονται δια της στέψης από τον ίδιο το Χριστό. Με την εικονογραφική παρουσίαση της στέψης εκφράζεται συμβολικά η μετάδοση των αρετών από την επουράνια και υπέρτατη Δύναμη στην κεφαλή του ηγεμόνα οι οποίες θα τον μεταμορφώσουν Θεία Χάριτι από βασιλέα σε επίγειο θεό.
Επί Ιουστινιανού β΄ εμφανίζετε λοιπόν για πρώτη φορά στον σόλιδο η παράσταση του Χριστού. Στην συνέχεια εμφανίζονται στον οπισθότυπο των νομισμάτων συγγενικά πρόσωπα του αυτοκράτορα για να μεταφερθεί εκεί και η δική του μορφή αργότερα και να επανέρθει στον εμπροσθότυπο η μορφή του Χριστού. Στον οπισθότυπο των χάλκινων κυρίως νομισμάτων κυριαρχεί η ένδειξη της αξίας του νομίσματος με την μορφή γραμμάτων όπως Μ, Κ, Ι, κ.λ.π. Αργότερα στον οπισθότυπο αυτών των νομισμάτων αρχίζουν να απεικονίζονται και οι συναυτοκράτορες.
Επί Λέοντος στ΄(886-912) , στον εμπροσθότυπο του σόλιδου εμφανίζετε η μορφή της Παναγίας. Επίσης έχουμε παραστάσεις του Χρηστού να στέφει τον αυτοκράτορα ή την Παναγία να απεικονίζετε δίπλα του. Ακόμη διάφοροι Άγιοι κοσμούν με παραστάσεις τους τα νομίσματα.
Ξεχωριστό ενδιαφέρων παρουσιάζουν και τα αργυρά μιλιαρήσια που στον εμπροσθότυπο έχουν μόνο μία επιγραφή και στον οπισθότυπο ένα σταυρό. Τα μιλιαρήσια αυτά αποτελούν το αντίστοιχο των Αραβικών διχράμ. Το 912 - 913 ο Αλέξανδρος προσθέτει δίπλα στον σταυρό του οπισθότυπου και την εικόνα του χριστού. Οι επόμενοι βασιλείς βάζουν την εικόνα τους ή την εικόνα της Παναγίας.
Στην δεύτερη περίοδο αρχίζουν να καταργούνται οι υποδιαιρέσεις και επικρατεί κάθε μέταλλο να αντιστοιχεί σε ένα συγκεκριμένο νόμισμα. Οπότε έχουμε χρυσό σόλιδο , αργυρό μιλιαρήσιο, (το σημίσιο και το τριμήσιο σπανίζουν λόγο της εμφάνισης του μιλιαρήσιου που εισήχθη από τον Λέοντα Γ') και τον χάλκινο φολλί.
Το ανανεωμένο μιλιαρήσιο (2 - 2,25 γρμ.), αντιστοιχούσε στο 1/12 του σόλιδου και εισήχθη μάλλον το 720. Αρχικά κοβόταν ως αναμνηστικό αλλά σύντομα επικράτησε ως το Βυζαντινό αντίστοιχο του Αραβικού διχράμ στις αγορές της Ανατολής. Το βάρος του μιλιαρήσιου αυξάνετε κατά τον 9ο αιώνα στα 3 με 3,5 γρμ. και μέχρι την εποχή του Κωνσταντίνου Θ' (1042 - 1055) διατηρείται στα 3 γρμ., έπειτα αρχίζει να πέφτει κατά πολύ σε βάρος και καθαρότητα μαζί με το χρυσό νόμισμα. Στα μέσα του 11ου αιώνα κόβονται υποδιαιρέσεις των 2/3 και του 1/3 του μιλιαρήσιου και στα τέλη του 11ου αιώνα καταλήγει να γίνει μονάδα υπολογισμού.
Μεταβολές σε αυτή την περίοδο έχουμε και στον χάλκινο φόλλι. Ο φόλλις είχε διάμετρο 20 χιλ. και το βάρος του κυμάνθηκε από 2 έως 8 γρμ. Επί Μιχαήλ Β' (820 - 829) το βάρος αυξήθηκε στα 7 - 8 γρμ. και η διάμετρος του στα 25 με 27 χιλ. Κατά την περίοδο αυτή δεν γνωρίζουμε την αντιστοιχία του φολλί σε σχέση με το σόλιδο. Και στον σόλιδο έχουμε σημαντικές μεταβολές. Ο Νικηφόρος Φωκάς (963 - 969), έκοψε ένα ελαφρύτερο χρυσό νόμισμα με τίτλο 22 καράτια και βάρος 4,17 γρμ. που ήταν όμοιο σε εμφάνιση με τον σόλιδο που είχε 24 καράτια. Το νέο αυτό νόμισμα ονομάστηκε τεταρτηρό.
Το προϋπάρχον χρυσό νόμισμα ο σόλιδος (ή αλλιώς ιστάμενο), διατήρησε το βάρος του αλλά απέκτησε μεγαλύτερη διάμετρο 25 με 27 χιλ. και έγινε πιο λεπτό το πέταλο του. Επί Βασιλείου κόπηκε και νόμισμα αξίας 2 τεταρτηρών με βάρος 4,22 γρμ. και καθαρότητα 23 καράτια. Στην πορεία της περιόδου το χρυσό νόμισμα υποτιμείται στα 20 καράτια επί Μιχαήλ Δ΄ και στα 18 επί Ρωμανού Δ΄ για να φτάσει τα 6 καράτια στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Αλέξιου Α΄ Κομνηνού. Επί Κωνσταντίνου Θ' του μονομάχου (1042 - 1055), εμφανίζονται και τα πρώτα κοιλόκυρτα νομίσματα. Οι μεταβολές αυτές των νομισμάτων έγιναν κυρίως στην ανατολή λόγο της κρίσεως που υπήρχε, στην δύση ήδη από τον 8ο αιώνα κυκλοφορούν σόλιδοι ελαφρύτεροι και πρόωρα υποτιμημένοι.
Περίοδος τρίτη
Κατά την τρίτη περίοδο, μετά την μεταρρύθμιση του Αλεξίου, στον εμπροσθότυπο όλων των νομισμάτων εμφανίζετε ο Χριστός ή η Παναγία και στον οπισθότυπο εμφανίζετε ο αυτοκράτορας, μόνος του ή μαζί με την Παναγία ή μαζί με κάποιο Άγιο.
Στην τρίτη περίοδο ο Αλέξιος α΄ Κομνηνός (1081-1118), μεταρρυθμίζει ριζικά το νομισματικό σύστημα. Έτσι κόβει ένα χρυσό κοιλόκυρτο νόμισμα το υπέρπυρο (4,5 γρ.), με τίτλο 20,5 καράτια. Υποδιαιρέσεις είχε το τραχύ εξ ηλέκτρου , ίσο με το 1/3 του υπέρπυρου , αποτελείτο από 1/3 μέρος χρυσό και 2/3 αργυρό και είχε τίτλο 6 καράτια. Άλλη υποδιαίρεση ήταν το άσπρο τραχύ που ισούται με το 1/16 της προηγούμενης υποδιαίρεσης και είναι κράμα αργυρού (6-7 %) και χαλκού. Και τα δύο αυτά νομίσματα είναι κοιλόκυρτα.
Επίσης κόβετε και ένα χάλκινο νόμισμα το τεταρτηρό που το μόνο κοινό που έχει με το προηγούμενο χάλκινο νόμισμα είναι μόνο τα όνομα. Οι αντιστοιχίες έχουν ως εξής : 1 υπέρπυρο = 3 τραχέα εξ ηλέκτρου = 48 άσπρα τραχέα = 864 τεταρτηρά. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου, το 1204, έχουμε την άλωση της Πόλης από τους σταυροφόρους της Δ' σταυροφορίας. Λεπτομέρειες για την νομισματική κυκλοφορία κατά την διάρκεια της φραγκοκρατίας και γενικά την κυκλοφορία των Ευρωπαϊκών νομισμάτων και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας θα δούμε στην επόμενη ενότητα αυτής της σελίδας.
Περίοδος τέταρτη
Στην τελευταία περίοδο της βυζαντινής αυτοκρατορίας παρουσιάζονται νέοι τύποι νομισμάτων , έτσι βλέπουμε τον αυτοκράτορα γονατιστό μπροστά στον Θεό ή την Παναγία να προσεύχεται στην Κωνσταντινούπολη για την σωτηρία της Πόλης. Σε μερικές παραστάσεις παρουσιάζετε ο αυτοκράτορας φτερωτός ή έφιππος , άλλες πάλι φέρουν το οικόσημο των παλαιολόγων , άλλες τον δικέφαλο αετό και άλλες τον φράγκικο κρίνο.
Κατά την περίοδο των Παλαιολόγων ενώ η τέχνη εμφανίζει μια επαναστατική αναγέννηση παρατηρείται πλήρης παραμέληση στην τεχνική και καλλιτεχνική εμφάνιση των νομισμάτων, γεγονός που ασφαλώς συνδέεται με την οικονομική κρίση της συρρικνωμένης αυτοκρατορίας και την απαξίωση της σημασίας του Βυζαντινού νομίσματος ως διεθνούς συναλλακτικής μονάδος. Βέβαια ακόμα και με αυτούς τους συμβολισμούς ή τις αναλαμπές η γενική καλλιτεχνική αξία είναι μικρή.
Κατά την 4η περίοδο "πέφτει" το υπέρπυρο στα 12 καράτια και ζυγίζει 4 -5 γρμ. Τα εξ ηλέκτρου δίνουν την θέση τους στα αργυρά. Υπάρχουν επίσης τα χάλκινα τραχέα , (πρώην εκ κράματος) και τα χάλκινα τεταρτηρά. Επί Ανδρόνικου Β΄ (1282-1328) , τα αργυρά τραχέα αντικαθιστούνται από τα αργυρά βασιλικά (ή αργύρια ή δουκάτα), που ισοδυναμούν με το 1/12 του υπέρπυρου ή με 8 χάλκινα τραχέα. Ακόμη κυκλοφορούν και τα ημιβασιλικά ή αργυρίδια.
Τα τεταρτηρά αντικαθιστούνται από τα επίπεδα χάλκινα ασσάρια. Άλλα νομίσματα που κυκλοφορούν είναι και τα χάλκινα τορνίκια και τα κοίλα στάμηνα, επίσης στα μέσα του αιώνα κυκλοφορούν και ανώνυμα χαλκάργυρα (0,5 -1 γρμ.) και χάλκινα (1 γρμ.) νομίσματα.
Στο πρώτο μισό του 14ου αιώνα το υπέρπυρο υποτιμάται στα 11 καράτια και το βασιλικό από 2,2 γρμ. βάρος πέφτει στα 1,25 γρμ. Μετά το τρίτο μισό του 14ου αιώνα σταματάει να κόβετε το υπέρπυρο, το οποίο υπάρχει πλέον σαν μονάδα μέτρησης, και αντικαθιστάτε από το αργυρό σταυράτο (8,5 γρμ.). Τα σταυράτα (ή αλλιώς βαρέα αργυρά) πήραν το όνομα τους από τον σταυρό που είχαν στην αρχή της επιγραφής τους. Δύο σταυράτα ισοδυναμούσαν σε αξία με το θεωρητικό πλέων υπέρπηρο. Υποδιαιρέσεις των σταυράτων είναι τα μισά (ή ημισταυράτα) και τα όγδοα , το όγδοο (ή αλλιώς δουκατότουλο ή δουκατέλο ή άσπρο), αντιστοιχούσε σε 12 tornesi ή σε 36 follari.
Το τορνίκιο (tornesi) είχε βάρος 2 γρμ. και διάμετρο 18 χιλ. Το φολλάρο (follari) είχε βάρος μικρότερο του γραμμαρίου και διάμετρο 12 χιλ.
| |||||||||||||||||||||||||||||||
Οι Επιγραφές στα νομίσματα
|
Η επιγραφές των βυζαντινών νομισμάτων είναι συνήθως αναφορές στο όνομα του αυτοκράτορα ή επικλήσεις στον ίδιο ή σε αγιολατρικά πρόσωπα. Η γλώσσα είναι η Λατινική η οποία με τον καιρό αντικαθιστάτε από την Ελληνική. Οι πρώτες Ελληνικές επιγραφές εμφανίζονται σε φολλείς του Κωνσταντίνου Β'. Η Λατινική επιγραφή χρονολόγησης (ΑΝΝΟ και ακολουθούν τα γράμματα του έτους), καταργείτε από τον Θεόφιλο. Στα χρόνια του Αλεξίου Κομνηνού οι επιγραφές είναι πλέων καθαρά Ελληνικές. Ας δούμε περισσότερα για τι θέμα όπως μας τα παρουσιάζει ο Clifton R. Fox, καθηγητής ιστορίας, μέσα από άρθρο του.
Οι Αυτοκράτορες των Ρωμαίων φρόντιζαν να τονίζουν τη συνέχεια και ενότητα της εξουσίας τους στην Κωνσταντινούπολη με τη παράδοση της Πρεσβυτέρας Ρώμης πριν τον Κωνσταντίνο τον 1ο. Για παράδειγμα, τα νομίσματα συνέχιζαν να φέρουν επιγραφές στα Λατινικά αιώνες μετά που οι άνθρωποι στην Κωνσταντινούπολη ούτε μιλούσαν ούτε έγραφαν πλέον αυτή τη γλώσσα. Ας παρατηρήσουμε επιγραφές νομισμάτων από διαφορετικές αυτοκρατορικές περιόδους. Για σημείο αναφοράς ας πάρουμε τα νομίσματα του τελευταίου αυτοκράτορα που βασίλευσε για πολλά χρόνια στην Ιταλία, του Βαλεντινιανού του 3ου (425-455). Μια τυπική επιγραφή σε ένα από τα νομίσματα του Βαλεντινιανού είναι κάπως έτσι:
Αναπτύσσοντας τις συντμήσεις διαβάζουμε: "Dominus Noster Placidius Valentinianus Pius Felix Augustus" (Ο Κύριος μας Πλακίδας [Ειρηναίος] Βαλεντινιανός ο Ευσεβής και Μακάριος Αύγουστος [Σεβαστός]). Ας συγκρίνουμε την επιγραφή του Βαλεντινιανού με τις επιγραφές μεταγενέστερων Ρωμαϊκών νομισμάτων. Αρχίζουμε με την επιγραφή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού του 1ου (527-565), ο οποίος αφιέρωσε τη ζωή του στην προσπάθεια ανάκτησης των χαμένων δυτικών επαρχιών, με περιορισμένη επιτυχία:
Υπάρχουν δύο μικρές αλλαγές μεταξύ του Βαλεντινιανού και του Ιουστινιανού. Πρώτον, το "Pius Felix" έχει αντικατασταθεί με το "Perpetuus" (Αιώνιος). Ο Αυτοκράτορας Λέων ο 1ος (457-474) διέταξε αυτή την αλλαγή. Θεώρησε ότι η φράση "Pius Felix" είχε πολύ μεγάλη σχέση με το ειδωλολατρικό παρελθόν για να είναι αποδεκτή στη νέα Χριστιανική Αυτοκρατορία. Άλλη διαφορά ήταν το ότι το "Αύγουστος" συμβολίζεται με τη συντομογραφία "AVC" αντί της "AUG". Αυτή η μικρή διαφορά δείχνει την επίδραση της Ελληνικής γλώσσας. Στα Ελληνικά, ο ήχος του "g" εκφράζεται με το γράμμα "γάμμα" (Γ) το οποίο είναι το τρίτο του Ελληνικού αλφαβήτου, ισοδύναμου με το Λατινικό "C". Παρά τις μικρές αυτές αλλαγές, οι επιγραφές του Ιουστινιανού διατηρούν τη συνέχεια με το Ρωμανικό παρελθόν. Τα Λατινικά παραμένουν εν χρήσει. Ο αυτοκράτορας παραμένει "Dominus Noster" και "Augustus". Έναν αιώνα μετά τον Ιουστινιανό τον 1ο, οι τίτλοι αυτοί ακόμη παρέμεναν εν χρήσει. Η τυπική επιγραφή του Κώνστα του 2ου (641-668) ήταν :
Να σημειωθεί ότι τα Ελληνικά γράμματα "δέλτα" και "ταύ" μπήκαν στην επιγραφή. Το αμφιλεγόμενο "γάμμα" χάθηκε από τη συντομογραφία του "Augustus". Παρ’ όλα αυτά, ο Λατινικός τίτλος παραμένει. Η ρωμανική μορφή παραμένει και είναι ακόμη σεβαστή.
Το πέρασμα σε πιο ελληνότροπο στυλ επιγραφών μετά το 700 μπορεί να έχει σχέση με την αλλαγή της δυναστείας. Η οικογένεια του Ηράκλειου (610-641) καταγόταν από τη λατινόφωνη Βόρεια Αφρική. Οι διάδοχοι του Ηράκλειου, συμπεριλαμβανομένου και του Κώνστα του 2ου, άργησαν πιθανώς να εγκαταλείψουν τους Λατινικούς τίτλους εν μέρει, τιμής ένεκεν στην οικογενειακή τους κληρονομιά. Η Λατινικότητα της οικογένειας του Ηράκλειου δεν περιορίστηκε στις μορφές και τους τίτλους. Ο Κώνστας ο 2ος είχε αποφασίσει να μεταφέρει την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας από την Κωνσταντινούπολη στις Συρακούσες της Σικελίας. Αν και οι Συρακούσες ήταν Ελληνική πόλη όσο και η Κωνσταντινούπολη, γνωστή από την αρχαιότητα, η μεταφορά της πρωτεύουσας δυτικά από την Κωνσταντινούπολη στις Συρακούσες θα έστρεφε την Αυτοκρατορία σε νέα κατεύθυνση, σε μια κατεύθυνση βασικά λιγότερο Ελληνική. Ο Κώνστας ο 2ος πέθανε πρόωρα, και δεν ολοκλήρωσε το σχέδιο του. Δολοφονήθηκε στις Συρακούσες, πιθανώς από κάποιους που αντιδρούσαν στα σχέδια του για τη μεταφορά της πρωτεύουσας. Παρά τον χαμό του Κώνστα, η οικογένεια του Ηράκλειου παρέμεινε στην εξουσία στην Κωνσταντινούπολη για δύο γενιές ακόμη. Το τέλος της εποχής του Ηράκλειου σήμανε περαιτέρω αλλαγή στον προσανατολισμό της Αυτοκρατορίας προς τον Ελληνικό κόσμο. Η επόμενη βασιλική οικογένεια, η δυναστεία των Ισαύρων (717-802) ήταν εξ αρχής ελληνόφωνη. Κατά τη διάρκεια του όγδοου αιώνα, το "Dominus Noster" εξαφανίστηκε από τα αυτοκρατορικά νομίσματα. Την ίδια εποχή χάθηκαν και οι λέξεις "Perpetvus Augustus", και αντικαταστάθηκαν από το Ελληνικό "Βασιλεύς".
Η λέξη "Βασιλεύς" είχε τη δικιά της ιστορία. Στην κλασική αρχαιότητα το "Βασιλεύς" σήμαινε τον βασιλιά, ταυτόσημο με το Λατινικό " Rex" . Από τον καιρό του αυτοκράτορα Αυγούστου (πεθ. 14 π.Χ.), οι Έλληνες αποκαλούσαν τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα με το όνομα "Βασιλεύς". Βέβαια στη Λατινική γλώσσα ποτέ δεν ονομάστηκε ο Αυτοκράτορας " Rex" , το οποίο θα ήταν προσβλητικό για τις δημοκρατικές ευαισθησίες των Ρωμαίων, ο Αυτοκράτορας ήταν, στη θεωρία, αρχηγός της δημοκρατικής κυβέρνησης. Παρά τη Ρωμαϊκή δημοκρατικότητα, ο όρος "Βασιλεύς" έγινε ο τύπος μεταξύ των ελληνόφωνων Ρωμαίων που περιγράφει τον Αυτοκράτορα. Δεν υπήρχε τρόπος να μεταφραστούν στα Ελληνικά οι τίτλοι "Imperator" ή "Augustus" και να μην ακούγονται επιτηδευμένοι ή γελοίοι. Η λέξη "Αυτοκράτωρ" φτιάχτηκε για να αποδώσει το " Imperator", "Σεβαστός" μεταφράστηκε το "Augustus", αλλά ποτέ το "Αυτοκράτωρ" ή το "Σεβαστός" δεν έγιναν δημοφιλή. Αντίθετα επικράτησε "Βασιλεύς" να σημαίνει "Emperor" αντί "Rex". Οι Ρωμαίοι άρχισαν να χρησιμοποιούν το Λατινικό "Rex" εννοώντας "Βασιλιάς" αναφερόμενοι σε μη Ρωμαίους άρχοντες υποβαθμίζοντας τους ως προς τον δικό τους Αυτοκράτορα. Η νέα χρήση του "Βασιλεύς" επικράτησε πολύ αργότερα. Τον έβδομο αιώνα, ο αυτοκράτορας Ηράκλειος χρησιμοποίησε το "Βασιλεύς" ως τον επίσημο τίτλο του στα ελληνόγλωσσα έγγραφα, αλλά η λέξη αντικατέστησε το "Augustus" στα νομίσματα της εποχής των Ισαύρων (717-802).
Ώθηση στην υιοθέτηση του νέου τίτλου δόθηκε από την Αυτοκράτειρα Ειρήνη (797-802). Ήταν η σύζυγος του Αυτοκράτορα Λέοντα Δ' (775-780). Μετά το θάνατο του Λέοντα, η Ειρήνη ανέλαβε την εξουσία ως αντιβασιλεύς του γιού τους Κωνσταντίνου ΣΤ' που ήταν νήπιο. Το 797 η Ειρήνη εκθρόνισε και τύφλωσε το γιό της για να αποτρέψει την ανάληψη της εξουσίας από αυτόν μόλις ενηλικιωνόταν. Η Ειρήνη αυτοανακηρύχθηκε μόνος ηγεμόνας, ισχυρισμός εντελώς πρωτόγνωρος για γυναίκα στην ιστορία της Αυτοκρατορίας. Η Ειρήνη αντιμετώπισε προβλήματα γραφειοκρατικής φύσεως στην προώθηση του νεόκοπου ισχυρισμού της, διότι ο Αυτοκρατορικός τίτλος "Αugustus" ήταν, βεβαίως, αρσενικού γένους. Δεν θα μπορούσε να αποκαλείται "Augustus" χωρίς να ακούγεται γελοίο. Η θηλυκή μορφή του "Augustus", η "Augusta" θα μπορούσε να παίξει τον απαιτούμενο ρόλο, αλλά στο παρελθόν η λέξη σήμαινε τη σύζυγο του Αυτοκράτορα ή άλλη σημαντική συγγενή του, και όχι το νόμιμο ηγεμόνα. Η χρήση της λέξης "Αugusta" για τον προσδιορισμό των γυναικείων μελών της Αυτοκρατορικής οικογένειας χρονολογείται από τα πρώτα χρόνια της Αυτοκρατορίας. Η χήρα του Αυτοκράτορα Αυγούστου, η Λίβια, δέχθηκε το όνομα "Julia Augusta" από τη Γερουσία το 14 μ.Χ.. Σε όλη τη διάρκεια των οκτώ αιώνων, η λέξη "Augusta" ούτε καν υπαινικτικά δεν σήμαινε μια ηγεμόνα από μόνη της: η ύπαρξη "Αυγούστας" συνεπαγόταν και την ύπαρξη ενός "Αυγούστου". Η Ειρήνη δεν επιθυμούσε να υπενθυμίζει στους Ρωμαίους το γιο της Κωνσταντίνο. έτσι, οι επιγραφές της Ειρήνης πάντα απέφευγαν τη λέξη "Augusta". Αντί γι' αυτό, η Ειρήνη επέλεξε να ονομάζεται με τη θηλυκή μορφή του "Βασιλεύς", η οποία είχε χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν από Βασίλισσες που κυβερνούσαν καθώς και από συζύγους και μητέρες των Βασιλέων. Η πλήρης μορφή της επιγραφής ήταν:
Προσέξτε την ανάμιξη λατινικών και ελληνικών χαρακτήρων.
Στα κέρματα, στις περισσότερες περιπτώσεις εμφανιζόταν η συντετμημένη μορφή. Συνταρακτικό γεγονός στη βασιλεία της Ειρήνης ήταν η στέψη στην Παλαιά Ρώμη του Φράγκου Βασιλιά Καρλομάγνου [Carolus Rex Francorum] ως Αυτοκράτορα το 800. Πολλές αρχές στο λατινόφωνο κόσμο συνέχιζαν να αναγνωρίζουν τους Αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης ως τους νόμιμους Ρωμαίους Αυτοκράτορες μέχρι που η Ειρήνη εκθρόνισε το γιό της το 797. Στα μάτια της Λατινικής Δύσης, ο θρόνος έμεινε κενός μετά την αποπομπή του Κωνσταντίνου ΣΤ'. Για τρεις λόγους υπήρχε αντίδραση προς την Ειρήνη: ήταν γυναίκα, είχε προβεί στην αποτρόπαιη πράξη της τύφλωσης του γιού της και έμενε πιστή στις Ανατολικές θρησκευτικές συνήθειες τις οποίες απέρριπτε η Δύση. Αν και ο Καρλομάγνος, ένας Γερμανός φύλαρχος [είναι προτιμότερο να τον σκεφτόμαστε ως Καρλ, αντί για το Γαλλοποιημένο Καρλομάγνος), δεν ήταν Ρωμαίος, είχε φέρει την ενότητα σε μεγάλο τμήμα της Ευρώπης. Γιατί να μην ήταν αυτός, αντί για μια Ελληνίδα γυναίκα (Graeca), Αυτοκράτορας; έτσι σκέφτηκε ο Πάπας και έθεσε το Αυτοκρατορικό στέμμα στην κεφαλή του Καρλομάγνου τα Χριστούγεννα του 800. Μετά τη στέψη του, ο Καρλομάγνος αποκαλούσε τον εαυτό του "Carolus Augustus Imperator Romanorum gubernans Imperium" (Κάρολος Αύγουστος Αυτοκράτωρ κυβερνήτης της Επικράτειας των Ρωμαίων). Οι αρχές της Κωνσταντινούπολης δεν επιθυμούσαν να αναγνωρίσουν τις απαιτήσεις του νεόκοπου Φράγκου στη Δύση, αν και η πολιτική πραγματικότητα υποχρέωσε σε συμβιβασμό τον Αυτοκράτορα Μιχαήλ Α' (811-813). Ο απεσταλμένος του Μιχαήλ από την Κωνσταντινούπολη χαιρέτησε τον Καρλομάγνο στην αυλή του στο Άαχεν ως "Βασιλέα" και οι Δυτικοί το μετέφρασαν με ικανοποίηση ως Αυτοκράτωρ. Φυσικά οι Ελληνόφωνοι μπορούσαν να ανεχθούν την ασάφεια της λέξης "Βασιλεύς". Πίσω στην Κωνσταντινούπολη, ο Μιχαήλ άρχισε να αποκαλείται (σε σύντμηση):
(Μιχαήλ, Ρωμαίος Αυτοκράτωρ). Προσέξτε το ελληνικό "ύψιλον" (U), "χι" (C), και "ήτα" (H). Στα κέρματα η συνηθισμένη μορφή ήταν:
Πριν από αυτή την αλλαγή, κανείς Ρωμαίος Αυτοκράτορας δεν είχε χρησιμοποιήσει ποτέ τη λέξη "Ρωμαίος" στον επίσημο τίτλο του: ο Αυτοκράτωρ ήταν απλώς ο "Imperator Caesar Augustus". Οι διπλωμάτες στην Κωνσταντινούπολη σύντομα θα ισχυρίζονταν ότι "Βασιλεύς" και "Βασιλεύς Ρωμαίων" ήταν δυο διαφορετικά πράγματα. Κατ' αυτή την άποψη, το "Βασιλεύς Ρωμαίων" ήταν ένας ανώτερος και μοναδικός τίτλος αποκλειστικά για τον ηγεμόνα της Κωνσταντινούπολης. Σύμφωνα με αυτή την έξυπνη θεωρία, ο Μιχαήλ δεν είχε παραχωρήσει στον Καρλομάγνο τίποτα πέρα από ένα βασιλικό τίτλο, "Βασιλεύς" με την έννοια του βασιλιά ("King"), ισοδύναμο του λατινικού "Rex". Γι' αυτό άλλωστε και "Βυζαντινός" σημαίνει διπρόσωπος. Οι Δυτικοί Αυτοκράτορες άρχισαν να αυτοαποκαλούνται συστηματικά "Imperator Romanorum" (Αυτοκράτωρ Ρωμαίων) αμφισβητώντας άμεσα το "Βασιλεύς Ρωμαίων" της Κωνσταντινούπολης μόλις από την εποχή του Αυτοκράτορα Όθωνα Γ' (983-1002). Ο Όθων προχώρησε σ' αυτή την ενέργεια με την παρακίνηση της μητέρας του της Θεοφανούς, μιας πριγκίπισσας από την Κωνσταντινούπολη που καταλάβαινε τη λεπτομέρεια του προβλήματος. Ο "Βασιλεύς Ρωμαίων" της εποχής, ο Βασίλειος Β' (976-1025) δεν ήταν συγγενής της Θεοφανούς και αυτή επιθυμούσε να εξυψώσει το γιο της πάνω από τους ανταγωνιστές στην Κωνσταντινούπολη με το να αποκαλεί τον Όθωνα "Imperator Romanorum" (Αυτοκράτορα Ρωμαίων). Βεβαίως, οι καλά πληροφορημένοι μεταξύ των Δυτικών γνώριζαν ήδη ότι ο καλύτερος τρόπος για να προσβάλλουν την αυθεντία της Κωνσταντινούπολης, εάν αυτός ήταν ο σκοπός τους, ήταν να αρνούνται την ρωμαϊκή της ταυτότητα. Ονομάστε τους "Graecus" (Γραικούς): αυτό μεταφραζόταν "Έλληνες" (Hellenes), που σήμαινε ειδωλολάτρες και μη Ρωμαίοι.
| ||||||||
Οι αυτοκράτορες και οι επιγραφές τους
|
Οι επιγραφές πού παρουσιάζονται εδώ δεν είναι όλες όσες έχουν χρησιμοποιηθεί, αλλά οι πιο συνηθισμένες πού μπόρεσα να συγκεντρώσω. Μπορεί να τις συναντήσετε και σε άλλες παραλλαγές. Όπου υπάρχει η ένδειξη (-) δεν έχουν συγκεντρωθεί οι αντίστοιχες επιγραφές.
| ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
1 σχόλιο:
Σωστή τοποθέτηση. Όλα αυτά που συμβαίνουν είναι αλληλένδετα πάντως . Αν κάτσει και σκεφτεί κανείς το πως έχουν μεταβληθεί τα πράγματα στην παγκόσμια οικονομία με όλα αυτά που συμβαίνουν με τα νομισματικά ταμεία και τους λίπους νταβατζήδες ( μετά συγχωρήσεως ), εάν δει κανείς την πορεία της σχέσης των νομισμάτων ( π.χ. 1 δολάριο σε ευρώ ) θα συμπεράνει ότι το τέλος είναι πάνω - κάτω προβλέψιμο.
Δημοσίευση σχολίου